
Η περιοχή του Τσούγκαρι μπροστά από την είσοδο της γέφυρας του Πηνειού.
Μία απ’ τις παλιότερες εμπορικές συνοικίες της Λάρισας ήταν μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες το «Τσούγκαρι». Η περιοχή του ορίζεται από τους δρόμους Ηφαίστου, Μανωλάκη, δυτικά το ποτάμι και την είσοδο προς τη γέφυρα και βόρεια μέχρι τα υψώματα του λόφου του Φρουρίου. Οι παλαιότεροι Λαρισαίοι εξακολουθούν να ονομάζουν την περιοχή με αυτό το όνομα ακόμα και σήμερα. Το Τσούγκαρι ήταν η μεγάλη πόρτα, η οποία ανέκαθεν οδηγούσε μέσω της πέτρινης γέφυρας προς τον Τύρναβο και απ’ εκεί στη Δυτική Μακεδονία, ή δεχόταν επισκέπτες απ’ αυτές τις περιοχές. Και η αναφορά της λέξης πόρτα έχει τη σημασία της, γιατί στην είσοδο και στην έξοδο της γέφυρας, στο σημείο όπου κατέληγαν τα στηθαία, υπήρχαν παλιά δύο μαρμάρινες ογκώδεις στήλες, οι οποίες είχαν ύψος όσο περίπου ένα ανθρώπινο σώμα. Τις βραδινές ώρες ένωνε τις στήλες αυτές ισχυρή σιδερένια αλυσίδα τόσο στην είσοδο όσο και στην έξοδο και έτσι διακόπτονταν η κυκλοφορία των τροχοφόρων και επιτρέπονταν να τη διασχίζουν μόνον πεζοί.
Πώς προήλθε η ονομασία Τσούγκαρι δεν είναι ιστορικώς εξακριβωμένο. Σύμφωνα με τους παλιούς χρονικογράφους των Λαρισινών εφημερίδων αναφέρεται ότι από την εποχή της τουρκοκρατίας ακόμα υπήρχε στην περιοχή αυτή ένα φημισμένο πανδοχείο (χάνι) του οποίου ο ιδιοκτήτης ονομαζόταν Τσούγκαρης. Το πανδοχείο πρόσφερε το πρωί στους επισκέπτες του και στους εργαζόμενους της περιοχής πατσά, ο οποίος ήταν τόσο νόστιμος, ώστε η φήμη του είχε διαχυθεί όχι μόνον στην πόλη, αλλά και στους διερχόμενους. Έτσι το «πάμε στον Τσούγκαρη για πατσά» έγινε εύκολα «πάμε στο Τσούγκαρι για πατσά» και η παρουσία του έγινε αφορμή να πάρει ολόκληρη η περιοχή όπου βρισκόταν το πατσατζίδικο το όνομά του. Η συνοικία αυτή παλιά είχε πολλά πατσατζίδικα, τα οποία διατηρήθηκαν και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά βαθμηδόν ο αριθμός τους μειώνονταν και σήμερα δε νομίζω (αν και δεν το έψαξα) αν υπάρχει αμιγές πατσατζίδικο στην περιοχή.
Η Λάρισα παρουσίαζε από πάντα μεγάλη εμπορική κίνηση, γιατί αποτελούσε ενδιάμεσο διαμετακομιστικό σταθμό ταξιδιωτών από την Νότια Ελλάδα και την Ήπειρο, προς την τουρκοκρατούμενη Βόρειο Ελλάδα και ιδίως με τη Δυτική Μακεδονία. Η μοναδική διαδρομή που συνέδεε τις περιοχές αυτές ήταν ένας άθλιος αμαξιτός δρόμος μέσω Μελούνας, όπου μέχρι το 1912 υπήρχαν τα σύνορα της Ελλάδος με την Τουρκία. Η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Λαρίσης μέχρι τη Θεσσαλονίκη, ολοκληρώθηκε αργότερα. Στο Τσούγκαρι ήταν συγκεντρωμένα όλα τα καταστήματα τα οποία εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες. Πανδοχεία όπου εύρισκαν καταλύματα να κοιμηθούν, λιτά εστιατόρια για να σιτίζονται και στάβλους για να αναπαύονται τα ζώα και να σταθμεύουν τα αμάξια τους. Εκεί δίπλα υπήρχαν και άλλα βοηθητικά καταστήματα τα οποία χρειάζονταν οι εποχούμενοι ταξιδιώτες, όπως καροποιεία, σιδηρουργεία, πεταλωτήρια, αμαξοποιεία, σαγματοποιεία και άλλα παρόμοια. Ήταν η περιοχή όπου έβρισκε κανείς συνήθως εμπόρους και παντός είδους ταξιδιώτες από την Ήπειρο και την Νότιο Ελλάδα να συνδιαλέγονται με τους οδηγούς μεταφορικών αμαξών, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους στη Μακεδονία. Το ίδιο γινόταν και με επιβάτες οι οποίοι ακολουθούσαν την αντίστροφη διαδρομή, ερχόμενοι από τη Βόρειο Ελλάδα και κατευθυνόμενοι προς νότια ή την Ήπειρο. Οι άμαξες δεν είχαν συγκεκριμένη ημερομηνία αναχώρησης. Ξεκινούσαν το ταξίδι όταν συμπληρώνονταν ο απαιτούμενος αριθμός επιβατών. Πέρα απ’ όλα αυτά, στην οδό Μακεδονίας (τη σημερινή Βενιζέλου) η οποία διέσχιζε το Τσούγκαρι υπήρχαν διάφορα καταστήματα με αποικιακά είδη, υφάσματα, ρούχα, γαλατάδικα, ψιλικατζίδικα, καφενεία, ταβέρνες και κάθε είδους επιχειρηματίες. Εδώ αναζητούσαν πελατεία και οι επαγγελματίες του ποδαριού, όπως κουλουράδες, καστανάδες, σαλεπιτζήδες και διάφοροι επιτήδειοι. Πέρα από τη γέφυρα, προς την περιοχή του Πέρα μαχαλά, βρίσκονταν οι χώροι ψυχαγωγίας, όπως θέατρα, καφενεία ειδικά για ανδρικό πληθυσμό, που είχαν ζωντανή μουσική και τραγουδούσαν οι αυτοαποκαλούμενες «αρτίστες»…
Γενικά το Τσούγκαρι ήταν από τις πλέον πολυσύχναστες και θορυβώδεις περιοχές της πόλεως, και στους δρόμους της κυκλοφορούσαν ετερόκλητα πλήθη ανθρώπων, τα οποία βούλιαζαν στη λάσπη το χειμώνα ή πνίγονταν στη σκόνη το καλοκαίρι. Εδώ νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να περιγράφουμε τους αυτοσχέδιους καταβρεχτήρες του Δήμου, οι οποίοι προσπαθούσαν να μειώσουν τα σύννεφα σκόνης που άφηναν πίσω τους τα ιππήλατα τροχοφόρα ή ένα φύσημα του αέρα τις ζεστές ημέρες του χρόνου. Πάνω σε κάρα φόρτωναν δεξαμενές με νερό, το οποίο το αντλούσαν από τον Πηνειό που ήταν δίπλα τους. Στο πίσω μέρος προσάρμοζαν σε χαμηλότερο επίπεδο μεταλλικό σωλήνα με πολλές τρύπες, τον οποίο συνέδεαν με τη δεξαμενή του νερού. Μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθούσαν να κάνουν ένα υποτυπώδες κατάβρεγμα των δρόμων και να δαμάσουν έστω και για λίγα λεπτά τη σκόνη.
Στο Τσούγκαρι λειτουργούσε ακόμη και ένα ιδιότυπο «παζάρι» εργασίας. Γύρω στις αρχές Ιουνίου, όταν επρόκειτο να αρχίσει ο θερισμός, κατέβαιναν κατά ομάδες καραβάνια θεριστών από την Δυτική Μακεδονία και την Αλβανία. Ο θεσσαλικός κάμπος είχε ανάγκη από πολλά εργατικά χέρια για να θερίσουν τα σπαρτά. Όλοι αυτοί κατέκλυζαν τα πεζοδρόμια της οδού Μακεδονίας με το δρεπάνι στο χέρι, περιμένοντας τους κτηματίες για να συζητήσουν τους όρους εργασίας στα χωράφια τους. Κάτι αντίστοιχο παρατηρούμε και σήμερα κατά τις πρωινές ώρες σε προκαθορισμένα στέκια στην πόλη μας από ομάδες αλλοδαπών εργατών. Αυτά τα εργατικά «παζάρια» στο Τσούγκαρι κράτησαν μέχρι τις παραμονές του πολέμου του 1940. Μεταπολεμικά όλα άλλαξαν, καθώς οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές εξαφάνισαν τους θεριστάδες.
Παλαιότερα η ύδρευση της πόλεως γινόταν με νερό από το ποτάμι στην περιοχή του Τσούγκαρι. Αρχικά ήταν οι σακατζήδες[1] οι οποίοι προμήθευαν την πόλη με πόσιμο νερό. Όταν επικράτησαν οι μηχανοκίνητες αντλίες, οι σακατζήδες καταργήθηκαν και η συλλογή του νερού γινόταν με άντληση. Γέμιζαν μεγάλα μεταλλικά δοχεία με βρύσες, τα οποία ήταν φορτωμένα σε σούστες που στάθμευαν στην όχθη. Το νερό μεταφέρονταν στα σπίτια με κάποια μικρή οικονομική επιβάρυνση του νοικοκύρη και αποθηκεύονταν σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τα κιούπια, τα οποία ήταν παραχωμένα βαθιά στο χώμα. Έριχναν μέσα στα γεμάτα δοχεία μικρή ποσότητα στύψης, η οποία σε λίγες ώρες είχε την ιδιότητα να καθαρίζει το νερό από όλες τις φερτές ύλες, οι οποίες καθίζαναν στον πυθμένα του δοχείου και το νερό γινόταν διαυγές.
[1]. Οι σακατζήδες ήταν εργάτες οι οποίοι φόρτωναν με δύο ασκούς που ονομάζονταν σακάδες ένα άλογο, έναν από κάθε πλευρά. Ο ιδιοκτήτης του ζώου κρατώντας ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο γέμιζε με νερό του ποταμού τους ασκούς (σακιά) και μετέφερε το περιεχόμενό τους στην πόλη για να το πουλήσει στα σπίτια.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com