Quantcast
Channel: Παπαθεοδώρου Ν. – larissanet.gr – H Νέα Εφημερίδα της Λάρισας
Viewing all 91 articles
Browse latest View live

Το εν Λαρίσση τμήμα του Ερυθρού Σταυρού – Οι απαρχές

$
0
0
ΑΡΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (Ε. Ε. Σ.) ιδρύθηκε στις 10 Ιουνίου 1877, έπειτα από πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας. Αναγνωρίσθηκε από τη Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού από τη στιγμή της ιδρύσεώς του και σήμερα αποτελεί μέλος του Διεθνούς Κινήματος Ερυθρού Σταυρού. Όλα αυτά τα 139 χρόνια παρουσίας του στον ελληνικό χώρο παραμένει αφοσιωμένος στις διεθνείς ανθρωπιστικές αρχές και στην εθελοντική προσφορά βοήθειας προς τον συνάνθρωπο.

Μέχρι την ίδρυση του τοπικού τμήματος το 1922, η παρουσία του στον θεσσαλικό χώρο είχε γίνει αισθητή κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

Στο σημερινό σημείωμά μας θα ανατρέξουμε στην ίδρυση και τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του παραρτήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στη Λάρισα, μέχρι την περίοδο της κατοχής. Στην πόλη μας το τοπικό τμήμα του Ε. Ε. Σ. ιδρύθηκε το 1922. Πρόεδρός του προτάθηκε από τα κεντρικά γραφεία των Αθηνών ο ιατρός με ειδικότητα παθολόγου Αχιλλέας Τζήμας, το δε Διοικητικό Συμβούλιο αποτελέστηκε από τους έγκριτους Λαρισαίους Μιχαήλ Κουκούλη ιατρό, Φώτη Παππά αλευροβιομήχανο, Κωνσταντίνο Σούρλα δικηγόρο, Ανδρέα Κουτσίνα έμπορο, Δημήτριο Δημητριάδη γεωργοκτηματία, και Στ. Δημητρακόπουλο. Σκοπός του ήταν η προστασία της υγείας των ανθρώπων της περιοχής και κυρίως η πρόληψη και καταπολέμηση των τραχωμάτων, μιας οφθαλμολογικής πάθησης[1] και της ελονοσίας η οποία μάστιζε την περίοδο εκείνη όλο τον θεσσαλικό κάμπο.

Πρώτη ενέργεια του νεοδιορισθέντος διοικητικού συμβουλίου ήταν η δημιουργία ειδικών αντιτραχωματικών και ανθελονοσιακών ιατρείων. Την ιατρική περίθαλψη και στα δύο ιατρεία ανέλαβε ο πρόεδρος του Διοικητικού συμβουλίου του τοπικού παραρτήματος παθολόγος ιατρός Αχιλλέας Τζήμας. Το γεγονός της περιθάλψεως των τραχωματικών ασθενών από παθολόγο θεωρήθηκε ως αντιδεοντολογική ιατρική πράξη από τους οφθαλμιάτρους της Λάρισας και για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα η διένεξη αυτή απασχόλησε έντονα το κοινό και τον τύπο της πόλεως, με αποτέλεσμα την αδράνεια και των δύο ιατρείων. Από την Αθήνα ζητήθηκε η παραίτηση του Αχιλλέα Τζήμα από την προεδρία του τμήματος, το οποίο σε ειδική συνεδρίαση επέλεξε στις 8 Νοεμβρίου 1925 ως νέο πρόεδρο τον εν αποστρατεία στρατηγό Ιωάννη Άρτη[2] .

Μετά την εγκατάστασή του ως νέου προέδρου ο Ιωάννης Άρτης προσέλαβε τον οφθαλμίατρο της Λάρισας Κωνσταντίνο Ισμυρίδη[3] ως διευθυντή του αντιτραχωματικού ιατρείου που είχε ιδρύσει το τοπικό τμήμα του Ε. Ε. Σταυρού, ο οποίος το εξυπηρέτησε με επιτυχία μέχρι το 1928. Την χρονιά αυτή ο Κων. Ισμυρίδης παραιτήθηκε λόγω αδυναμίας του τμήματος να καταβάλει τους μισθούς του. Τη θέση του όμως προσφέρθηκε να αναλάβει αφιλοκερδώς ο οφθαλμίατρος Κωνσταντίνος Περηφάνης, ο οποίος και συνέχισε την λειτουργία του ιατρείου. Θέμα όμως δημιουργήθηκε και με το μίσθωμα των ιατρείων το οποίο μέχρι τότε κάλυπτε ο Δήμος, ο οποίος εκδήλωσε αδυναμία στην συνέχιση της πληρωμής του. Έτσι το τοπικό τμήμα του Ε. Ε. Σταυρού αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψει το μισθωμένο αντιτραχωματικό ιατρείο και ο Ιωάννης Άρτης προσφέρθηκε να το εγκαταστήσει άνευ μισθώματος σε ένα τμήμα της κατοικίας του. Με τις πράξεις τους αυτές τόσον ο ιατρός Κωνσταντίνος Περηφάνης, όσον και ο πρόεδρος του Ε. Ε. Σταυρού Λαρίσης Ιωάννης Άρτης επέδειξαν υψηλό ήθος, φιλάνθρωπα αισθήματα και αφιλοκέρδεια σε ένα άπορο τμήμα του πληθυσμού της πόλεως.

ΑΡΤΗΣ    Ένα άλλο σπουδαίο έργο του Ιωάννη Άρτη ήταν η πρωτοβουλία του να δημιουργήσει ομάδες εθελοντριών αδελφών, οι οποίες να εκπαιδευθούν από ιατρούς σε καθήκοντα νοσοκόμων. Την ομάδα των εθελοντριών αποτελούσαν κυρίες και δεσποινίδες από διάφορες ευκατάστατες οικογένειες της πόλεως, οι οποίες έλαβαν, έπειτα από ειδική εκπαίδευση, το δίπλωμα αδελφής νοσοκόμου και αποτέλεσαν οργανωμένη υπηρεσία εθελοντριών αδελφών, οι οποίες προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στους τραυματίες του πολέμου του 1940. Και όταν το 1941 κατακτήθηκε η χώρα μας από ξένες δυνάμεις, εξυπηρετούσαν με κάθε τρόπο τους κρατουμένους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Το 1942 ο Ιωάννης Άρτης παρέδωσε την προεδρία στον ιατρό και πρώην δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα. Η Κεντρική Διοίκηση του Ε. Ε. Σταυρού ως αναγνώριση των σπουδαίων υπηρεσιών του απένειμε τον τίτλο του επιτίμου προέδρου του τμήματος Λαρίσης. Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο αποτελέστηκε από τους Μιχαήλ Σάπκα πρόεδρο, τον μεγαλοκτηματία Βασίλειο Αρσενίδη αντιπρόεδρο, τον διευθυντή του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας Αριστείδη Χαριτόπουλο ταμία, τον δικηγόρο Τηλέμαχο Σηλυβρίδη γενικό γραμματέα και μέλη ήταν ο χειρούργος ιατρός Βασίλειος Παπαδημητρίου και ο αλευροβιομήχανος Φώτιος Παππάς[4].

Το Διοικητικό Συμβούλιο που ανέλαβε το 1942, αναγκάσθηκε να δραστηριοποιηθεί σε μια περίοδο που οι ανάγκες, λόγω της ξενικής κατοχής αρχικά και του εμφυλίου πολέμου αργότερα, ήταν σημαντικά αυξημένες. Όμως χάρη στην καλή οργάνωση και στελέχωση του τοπικού τμήματος του Ε. Ε. Σταυρού και κυρίως στην προθυμία μεγάλου αριθμού εθελοντριών αδελφών κατάλληλα εκπαιδευμένων, έφερε εις πέρας ένα τιτάνιο έργο που πρέπει να αναγνωρισθεί και να εκτιμηθεί κατάλληλα από την τοπική κοινωνία και να καταγραφεί στην σύγχρονη ιστορία της πόλεώς μας.

————————————————

[1]. Το τράχωμα είναι μια βακτηριδιακή μόλυνση των οφθαλμών. Πρόκειται για μια πολύ εύκολα μεταδιδόμενη νόσο, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως μπορεί να οδηγήσει σε ολική τύφλωση. Το τράχωμα ταλαιπωρεί κυρίως τους κατοίκους των υπανάπτυκτων χωρών και ιδιαιτέρως τα παιδιά.

[2]. Ο Ιωάννης Άρτης (1861-1956) καταγόταν από το Μεσολόγγι. Μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή Ευελπίδων πολέμησε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Στη Λάρισα εγκαταστάθηκε τον Δεκέμβριο του 1900. Ως επίλαρχος Ιππικού συμμετέσχε στους Βαλκανικούς πολέμους και μάλιστα ήταν ο διοικητής της ίλης που απελευθέρωσε την Φλώρινα, την Καστοριά και το Άργος Ορεστικόν. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία τοποθετήθηκε στρατιωτικός διοικητής Προύσσας. Αποστρατεύθηκε το 1923 ως υποστράτηγος και πέθανε το 1956 στη Λάρισα.

[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Λαρισαίοι ιατροί του Μεσοπολέμου. Ο οφθαλμίατρος Κώστας Ισμυρίδης, εφ. Larissanet, Λάρισα, φύλλο της 25ης Μαΐου 2015.

[4]. Σάπκας Μιχαήλ, Πεπραγμένα του εν Λαρίση Τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού από της ιδρύσεώς του κατά το 1922, μέχρι της 30ης Ιουνίου 1955, Εν Λαρίση, 25 Ιουνίου 1955, σελ. 11-21.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com


Η παλιά γέφυρα…Του Νικόλαου Αθ. Παπαθεοδώρου

$
0
0
παλια γεφυρα Λαρισας Παπαθεοδωρου

Μέρος της πέτρινης γέφυρας της Λάρισας και του τεμένους του Χασάν μπέ . Στο βάθος ο Αρναούτ μαχαλάς (Συνοικία Αγ. Αθανασίου). Χρωμολιθόγραφη φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα. Περίπου 1900.

 

Η πέτρινη γέφυρα της Λάρισας που θαυμάζουμε στη φωτογραφία, για πολλά-πολλά χρόνια και μέχρι την οριστική καταστροφή της το 1944, ήταν ένα από τα σπουδαιότερα κτίσματα και σημείο αναφοράς για την πόλη από ξένους και ντόπιους. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην ομορφιά και τη χάρη της, στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν την αρχιτεκτονική ικανότητα του τεχνίτη που την κατασκεύασε. Το πότε οικοδομήθηκε, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο. Θεωρείται όμως από πολλούς ειδικούς ότι την είχε κτίσει ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη, στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα. Η παρουσία του τεμένους του Χασάν μπέη αριστερά της εισόδου στη γέφυρα μπορεί εν μέρει να  συσχετίσει το τζαμί που ανεγέρθηκε προς τιμήν του με την κατασκευή της γέφυρας. Ότι ο Χασάν μπέης επέφερε βελτιώσεις στη γέφυρα θεωρείται βέβαιο, εκείνο που αμφισβητείται είναι αν είναι ολόκληρη έργο δικό του. Από τον 16ο αιώνα θεωρείται ότι ήταν η πρώτη πέτρινη γέφυρα στον θεσσαλικό χώρο που ήταν αμαξιτή, δηλαδή επέτρεπε την διέλευση τροχοφόρων αμαξών[1]. Είχε μήκος 120 μέτρα και πλάτος 4,5 μέτρα, τα οποία μετά βίας επέτρεπαν τη διασταύρωση δύο αμαξών επάνω της. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και στα πλάγια ο δρόμος περιχαρακώνονταν σε χαμηλό ύψος (περίπου μέχρι το γόνατο ενός ενήλικα) με βαριά λίθινα στηθαία, κατασκευασμένα από μεγάλες, παχιές και μονοκόμματες πλάκες, τοποθετημένες όρθια. Με την απελευθέρωση της Λάρισας, η γέφυρα παρουσίαζε σημαντικές φθορές. Ειδικά τα ογκώδη στηθαία, από την πρόσκρουση των αμαξών επάνω τους, είχαν χάσει τη σταθερότητα επειδή οι αρμοί τους είχαν χαλαρώσει. Η πρώτη επέμβαση λοιπόν που καταγράφεται στη γέφυρα μετά το 1881 είναι η ενίσχυση των αρμών μεταξύ των στηθαίων.

Το 1886 τάγμα μηχανικού του ελληνικού στρατού[2] ανέλαβε  να αυξήσει το πλάτος της, να διορθώσει υψομετρικά τη γέφυρα και να απομακρύνει τα ογκώδη και αντιαισθητικά πέτρινα στηθαία, στη θέση των οποίων τοποθετήθηκαν ψηλότερα ξύλινα κιγκλιδώματα σε σχήμα Χ. Με τις βελτιώσεις αυτές δόθηκε η ευκαιρία να κατασκευασθούν εκατέρωθεν πεζοδρόμια και η κυκλοφορία πεζών και τροχοφόρων σε ολόκληρη τη  διαδρομή της έγινε πιο άνετη και ασφαλής. Στην είσοδο και την έξοδο της γέφυρας τοποθετήθηκαν δεξιά και αριστερά μαρμάρινες στήλες, στις οποίες ήταν αναρτημένες χοντρές αλυσίδες και οι οποίες τις βραδινές ώρες απέκλειαν την είσοδο και την έξοδο τροχοφόρων από την πόλη. Το 1908 περίπου τα στηθαία αυτά εμφάνισαν σημάδια φθοράς και αντικαταστάθηκαν από σιδερένια, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την διπλή καταστροφή της. Η ζωή της γέφυρας αυτής , η οποία κατά τη διάρκεια της κατοχής συμπλήρωνε σχεδόν μισή χιλιετία από την κατασκευή της από τον Χασάν μπέη, έμελλε να διακοπεί αιφνιδιαστικά.  Τη Μ. Εβδομάδα του 1941 ανατινάχθηκε από τους Άγγλους κατά την υποχώρησή τους, για να επιβραδυνθεί η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων και τον Οκτώβριο του 1944 επακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή της γέφυρας από τα γερμανικά στρατεύματα κατά την οπισθοχώρηση τους. Η ισχυρή έκρηξη που επακολούθησε έφερε το τέλος στη ζωή της γέφυρας που για αιώνες ήταν το σύμβολο της Λάρισας.

Αριστερά μόλις διακρίνεται το τζαμί του Χασάν μπέη. Ήταν ένα από τα ωραιότερα τεμένη του ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και η παράδοση αναφέρει ότι στη θέση αυτή προϋπήρχε στους κλασικούς χρόνους ιερό της θεάς Δήμητρας[3], το οποίο κατά την βυζαντινή περίοδο μετετράπη σε χριστιανικό ναό αφιερωμένο στη Σοφία του Θεού (Αγία Σοφία), όπως η αντίστοιχη μεγάλη εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, το σύμβολο της ορθόδοξης εκκλησίας. Το τζαμί αυτό διατηρήθηκε εν λειτουργία επί τετρακόσια περίπου χρόνια. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και την αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου από τη Λάρισα, εγκαταλείφθηκε εντελώς, με αποτέλεσμα να υποστεί σημαντικές φθορές. Έτσι το 1908 το περίλαμπρο τζαμί του Χασάν Μπέη, που σχεδίασαν όλοι σχεδόν οι περιηγητές-ζωγράφοι που επισκέφθηκαν τη Λάρισα, κατεδαφίσθηκε από την μουσουλμανική κοινότητα της Λάρισας στην οποία ανήκε.

Στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνεται ένα μεγάλο μέρος του Αρναούτ μαχαλά, δηλ. της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου. Την χρονική περίοδο που αποτυπώνει η φωτογραφία ο μαχαλάς αυτός κατοικείτο από πολλές αστικές οικογένειες Ελλήνων της Λάρισας, οι οποίοι έκτισαν εκεί κατοικίες από την περίοδο της τουρκοκρατίας ακόμα, για να βρίσκονται μακριά από το κέντρο της πόλεως, όπου οι Τούρκοι είχαν τα κονάκια τους και τα περισσότερα κτίρια του κέντρου της πόλεως ήταν ιδιοκτησία τους. Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες τα σπίτια αυτά των Ελλήνων με την ιδιότυπη αρχιτεκτονική τους, συγκερασμός παραδοσιακού με νεοκλασικό ύφος, διατηρούνταν σε σχετικώς καλή κατάσταση, αλλά η επέκταση και στις συνοικίες της Λάρισας του συρμού της αντιπαροχής τα εξαφάνισε. Έχω την εντύπωση ότι έμεινε ένα μόνον, το οποίο δεν γνωρίζω τους λόγους που διατηρείται ακόμη.

Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από τον βολιώτη φωτογράφο Στουρνάρα, ο οποίος στάθηκε στα σκαλάκια[4] που ήδη είχαν κατασκευασθεί και συνέδεαν τον προαύλιο χώρο του ναού του Αγίου Αχιλλίου με την δεξιά όχθη του Πηνειού. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι μία από τις ομορφότερες φωτογραφίες της Λάρισας.

 

———————————————————–

[1]. Όλα τα σπουδαία πέτρινα γεφύρια της Ανατολικής Θεσσαλίας και της Ηπείρου που έχουν μέχρι σήμερα διασωθεί και τα θαυμάζουμε, έχουν στενό κατάστρωμα το οποίο επιτρέπει μεν την διάβαση πεζών ή ζώων, δεν επαρκεί όμως για την διέλευση αμαξών.

[2]. Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση, από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897) σελ. 3: «…  κατά την επιστρατείαν εκείνην (1886), το μόνον περιφανές έργον της ήτο η γέφυρα της Λαρίσσης, ήτις ηυξύνθη υπό του λόχου του μηχανικού επί στρατηγίας Σαπουντσάκη».

   [3]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σ. 340 – 341.

[4]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Τα σκαλοπάτια στον παλιό Άγ. Αχίλλιο, εφ. Larissanet, φύλλο της 18ης Ιουνίου 2015.  

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Περαταριές στην παλιά Λάρισα. Του Νικ. Παπαθεοδώρου

$
0
0
ΠΕΡΑΤΑΡΙΕΣ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ

Η περαταριά κοντά στα Παλαιά Σφαγεία. Σχέδιο του Αγήνορα Αστεριάδη. 1932

Περαταριά θεωρούμε συνήθως μια αυτοσχέδια ξύλινη εξέδρα που επιπλέει, εκτελώντας την συγκοινωνία ανάμεσα σε δύο όχθες ενός ποταμού. Η επίσημη ονομασία της είναι πορθμείο. Τα παλιά χρόνια που η κατασκευή γεφυριών ήταν δύσκολη, υπήρχαν αρκετές περαταριές, ειδικά  στα σημεία όπου η συχνή συγκοινωνία το επέβαλε. Ήταν δύο ειδών. Οι μεγαλύτερες, όπου μπορούσαν να διαπεραιωθούν και άμαξες και οι μικρότερες που ήταν για ανθρώπους και ζώα. Το κατάστρωμά τους κατασκευαζόταν από παχιές σανίδες με επίπεδη καρίνα και για να είναι αδιάβροχες επαλείφονταν με παχύ στρώμα ασφάλτου. Οι πλάγιες πλευρές διέθεταν χαμηλή κουπαστή, ενώ το πρόσθιο τμήμα ήταν υπερυψωμένο για να προσαράζει ομαλά στην όχθη. Τις όχθες συνέδεε ανθεκτικό συρματόσχοινο σε ευθεία γραμμή, καλά στερεωμένο σε κάθε όχθη. Η περαταριά διέθετε μια αλυσίδα η οποία συνδεόταν με το συρματόσχοινο με κρίκο για προστασία και ο καραβοκύρης μετακινούσε τη σχεδία πάνω στα νερά του ποταμού ασκώντας δύναμη κατά μήκος του συρματόσχοινου. Αυτή ήταν ή λειτουργία κάθε περαταριάς, μικρής ή μεγάλης.

Προπολεμικά μέσα στη Λάρισα υπήρχαν δύο περαταριές. Η μία βρισκόταν κοντά στην περιοχή των Παλαιών Σφαγείων, ενώ η άλλη συνέδεε τη συνοικία Ταμπάκικα με το Αλκαζάρ.

Η πρώτη δημιουργήθηκε μετά το 1925 από έναν ευφυέστατο επιχειρηματία, τον Ρωμύλο Αυδή. Είχε για χρόνια την διαχείριση του κέντρου Αλκαζάρ, όταν  κατά το 1925 πυρκαγιά αποτέφρωσε εντελώς το κέντρο. Τότε σκέφθηκε να εκμεταλλευθεί ένα πυκνόφυτο γεμάτο καραγάτσια φυσικό άλσος που βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, λίγο πριν φθάσει κανείς στα Σφαγεία. Η περιοχή ήταν γνωστή ως «Καραγάτσια» και παλαιότερα το επισκέπτονταν με βάρκες οι Λαρισαίοι, είτε μεμονωμένα είτε οργανωμένοι σε διάφορα σωματεία, κατά την Πρωτομαγιά όπου «έπιαναν τον Μάη». Το ονόμασε «Λούνα Πάρκ» και για να βοηθήσει στην διαπεραίωση των επισκεπτών στην απέναντι όχθη, συνεργάσθηκε με έναν βαρκάρη και έφτιαξαν το 1929 την περαταριά, που ήταν μικρή και εξυπηρετούσε μόνον ανθρώπους. Το κέντρο αυτό γνώρισε μεγάλες δόξες και τα καλοκαίρια οι άμαξες κατέβαζαν συνεχώς στη Σκάλα του Πηνειού Λαρισαίους αστούς με τις οικογένειές τους, για να περάσουν μια όμορφη και δροσερή βραδιά στο κατάφυτο «Λούνα Πάρκ».  Πολλές φορές ήταν τόσο μεγάλη η προσέλευση ώστε ο Ρωμύλος Αυδής δεν μπορούσε να τους εξυπηρετήσει όλους, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν στην δεξιά όχθη, απέναντι από το «Λούνα Πάρκ», όπου υπήρχε το  γραφικό ταβερνάκι του Μπαλατζάρα.

Η δεύτερη περαταριά βρισκόταν και αυτή μέσα στην πόλη και συνέδεε τη δυτική πλευρά της συνοικίας Ταμπάκικα με τον χώρο του Αλκαζάρ. Στην πλευρά αυτή της συνοικίας, κοντά στη δεξιά όχθη του Πηνειού, λειτουργούσε από το 1907 ένα από τα πρώτα παγοποιεία της Λάρισας, του Κατσαούνη[1]. Αργότερα κοντά στο παγοποιείο δημιούργησε  ένα όμορφο εξοχικό κέντρο ο Γ. Θεοδώρου, με πρόθεση να ψυχαγωγήσει τους Λαρισαίους που έφθαναν σε μια περιοχή με πανύψηλες λεύκες και καβάκια, ακολουθώντας από την γέφυρα την δεξιά όχθη του ποταμού. Επειδή από το κέντρο του η θέα προς την περιοχή του Αλκαζάρ ήταν μαγευτική, ο επιχειρηματίας του συνεννοήθηκε με κάποιον βαρκάρη του Πηνειού και κατασκεύασαν περαταριά, για να δώσουν στους επισκέπτες του εξοχικού την δυνατότητα να κάνουν ένα σύντομο ταξιδάκι μέχρι την απέναντι αριστερή όχθη του ποταμού, στο ύψος του εξοχικού κέντρου «Κιβωτός» και στον κήπο του Παπασταύρου. Όμως ο συναγωνισμός με το ανακαινισμένο κέντρο «Αλκαζάρ» και την «Κιβωτό» δεν ευνόησαν την επιτυχή λειτουργία του και το 1931 το κέντρο αυτό του Γ. Θεοδώρου έκλεισε.

Επί τουρκοκρατίας και για λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση λέγεται ότι υπήρχε και μια τρίτη περαταριά στην περιοχή «Γκιόλια[2]», μια περιοχή που βρίσκεται κοντά στο κτιριακό συγκρότημα της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής. Οι πλούσιοι Τούρκοι μπέηδες είχαν κτίσει στην περιοχή αυτή εξοχικά σπίτια στη δεξιά όχθη του Πηνειού, του οποίου τα νερά στο σημείο αυτό ήταν καθαρά και βαθειά, ενώ οι όχθες του ήταν καλυμμένες με πανύψηλα καραγάτσια και περιβόλια γεμάτα από τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού οι μπέηδες μετακόμιζαν στα «Γκιόλια» για να αποφύγουν την αφόρητη ζέστη της Λάρισας και η περαταριά τους έδινε την δυνατότητα να επισκέπτονται και την απέναντι όχθη. Με την περιοχή αυτή είναι στενά συνδεδεμένος και ο Δημήτριος Ροδόπουλος ή όπως τον γνωρίζουμε όλοι μας ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης, η αδελφή του οποίου είχε παντρευτεί τον Φιλοποίμενα Τζουλιάδη διευθυντή της Γεωργικής Σχολής. Προπολεμικά τα «Γκιόλια» επισκέπτονταν και τολμηροί ποταμοκολυμβητές σε ομάδες, οι οποίοι με το κολύμπι τους εξοικειώνονταν με τα δύσκολα νερά του Πηνειού και προετοιμάζονταν για την τελετή των Θεοφανείων.

Μια άλλη περαταριά λειτουργούσε λίγο πιο πάνω, στη Γούνιτσα (σημερινό όνομα Αμυγδαλή). Η περιοχή του χωριού αυτού ανήκε στον Έλληνα γαιοκτήμονα και επιχειρηματία Ευάγγελο Ιατρίδη, ο οποίος είχε εγκατασταθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα στο κτήμα του στη Γούνιτσα, όπου μεταξύ των άλλων λειτουργούσε και νερόμυλο μεγάλης ισχύος. Διασώζεται επιστολικό δελτάριο, ταχυδρομημένο το 1910, το οποίο απεικονίζει μια μεγάλη συντροφιά Λαρισαίων αστών, φιλοξενούμενων του γαιοκτήμονα Ιατρίδη, συνωστισμένη μέσα στην περαταριά που είχε κατασκευάσει ο ίδιος. Με τη βοήθεια του συρματόσχοινου η περαταριά οδηγεί τους επιβάτες στην απέναντι όχθη του Πηνειού[3].

Η εικόνα που συνοδεύει το σημερινό κείμενο ανήκει στον ζωγράφο της Λάρισας Αγήνορα Αστεριάδη[4], είναι σχεδιασμένη το 1932 και παριστάνει την περαταριά στην περιοχή του Λούνα Πάρκ. Μπροστά στην εικόνα διακρίνονται ομάδες γυναικών να πλένουν δίπλα στη Σκάλα του Πηνειού τα ρούχα της οικογένειας. Πιο πίσω είναι αραγμένη η περαταριά συνδεδεμένη με το συρματόσχοινο, έτοιμη να γεμίσει με κόσμο και να τον μεταφέρει στην απέναντι όχθη, όπου ο ζωγράφος αποτύπωσε το εξοχικό κέντρο με την παρουσία δύο τραπεζιών με καθίσματα.

Σήμερα η περιοχή αυτή έχει εξωραϊσθεί, η πλούσια βλάστηση στις όχθες έχει μειωθεί και οι περαστικοί που σήμερα είναι πολλοί και κάνουν τον υγιεινό περίπατό τους, μπορούν διαβάζοντας τις γραμμές αυτές να αναπλάσουν με την φαντασία τους πως ήταν προπολεμικά ο χώρος αυτός.

———————————————————————-

[1]. Οι αδελφοί Κατσαούνη ήταν μια πλούσια οικογένεια επιχειρηματιών της Λάρισας. Εκτός από μια τεράστια περιουσία που διέθεταν σε ακίνητα στην κεντρική αγορά της Λάρισας, είχαν στήσει αντλία στην δεξιά όχθη του Πηνειού για την άντληση νερού από το ποτάμι και την διανομή του με βαρέλια σε σπίτια και καταστήματα της Λάρισας. Μέσα στις εμπορικές δραστηριότητές τους περιλαμβάνεται και το παγοποιείο που είχαν δημιουργήσει στη συνοικία Ταμπάκικα.

[2]. Το όνομα «Γκιόλια» προέρχεται από παραφθορά της τουρκικής λέξεως «γκιούλ» η οποία σημαίνει τριαντάφυλλο.

[3]. Επιστολικά δελτάρια. Εκδόσεις ελληνικές και ευρωπαϊκές (1900-1960), συλλογή Γ. και Λ. Γουργιώτη, Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, Λάρισα (2007) σελ. 38.

[4]. Βλέπε: Αστεριάδης Α., Λάρισα, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα (1978) πίνακας 21.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ENTYΠΗ LARISSANET

Ο Λόφος του Φρουρίου στα τέλη του 19ου αιώνα. Του Νικολάου Παπαθεοδώρου

$
0
0
Φρούριο 19ος αιώνας

Η δυτική πλευρά του λόφου του Φρουρίου όπως ήταν την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Φωτογραφία από το λεύκωμα «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες», με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα

Σε σημείωμά μας πριν από έναν μήνα (20 Μαΐου 2016) περιγράψαμε την ανατολική πλευρά του λόφου του Φρουρίου όπως ήταν πριν από 120 χρόνια περίπου. Στο σημερινό κείμενο θα περιγράφουμε την δυτική πλευρά του λόφου όπως ήταν την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο, έχοντας σαν οδηγό μια φωτογραφία η οποία περιέχεται στο λεύκωμα που κυκλοφόρησε ο Δήμος Λαρισαίων, και μάλιστα σε τρεις εκδόσεις[1], με τίτλο «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες» και περιλαμβάνει φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και κείμενα του δημοσιογράφου Νίκου Νάκου. Στη σελίδα 66 της τρίτης εκδόσεως δημοσιεύεται η φωτογραφία του σημερινού σημειώματος, με την χρονολογική ένδειξη περίπου 1900.

Για να προσανατολισθεί ο αναγνώστης θα αναφέρουμε ότι ο φωτογράφος έστησε τον τρίποδα της μηχανής του στο ύψος του σημερινού Ηρώου, στο πάρκο εμπρός από τον αρχαιολογικό χώρο του βυζαντινού ναού του Αγίου Αχιλλίου του 6ου μ. Χ. αιώνα και έστρεψε τον φακό του δυτικά για να αποτυπώσει μεγάλο μέρος της πλευράς αυτής του λόφου. Ποιος ήταν ο φωτογράφος δεν έχει εντοπισθεί. Η πόλη μας διέθετε την περίοδο εκείνη ικανούς φωτογράφους (Ιωάννης Παντοστόπουλος, Γεώργιος Αποστολίδης, Χαράλαμπος Θεοδωρίδης και άλλοι). Ίσως να είναι ένας εξ αυτών ή κάποιος από άλλη περιοχή, φαινόμενο συχνό τότε.

Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας υπάρχει ένας ελαφρά επικλινής, ανώμαλος και αδιαμόρφωτος χώρος, ο οποίος αντιστοιχούσε την εποχή εκείνη στην πλατεία Καλλιθέας[2].

Ενδιαφέρουσα είναι η απεικόνιση  των ιστορικών κτιρίων που βρίσκονται στη φωτογραφία και τα οποία αρχίζοντας από αριστερά καθώς τα βλέπουμε, είναι τα εξής:

–Πρώτο στη σειρά στο βάθος της εικόνας φαίνεται τμήμα από τον τρούλο του ξακουστού μουσουλμανικού τεμένους  του Χασάν μπέη, εγγονού του κατακτητή της Λάρισας Τουρχάν μπέη και ο μιναρές του ακέραιος. Ήταν το μεγαλύτερο και επισημότερο τζαμί της Γενί Σεχήρ, το μητροπολιτικό θα λέγαμε και ένα από τα σπουδαιότερα στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είχε κτισθεί στις αρχές του 16ου αιώνα και αφού εξυπηρέτησε τις λατρευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων της Λάρισας για τέσσερες αιώνες, κατεδαφίσθηκε το 1908 από την μουσουλμανική κοινότητα της Λάρισας έπειτα από τις σημαντικές φθορές που είχε συσσωρεύσει επάνω του ο χρόνος.

–Δεξιότερα το λευκό κτίριο είναι η οικία του μητροπολίτου Λαρίσης Νεοφύτου Πετρίδη (1875-1896). Ήταν διώροφη, κτισμένη σε ρυθμό νεοκλασικό και το χαρακτήριζε η παρουσία ενός ευρύτατου υπερώου στη στέγη. Κτίσθηκε με δαπάνες του αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας[3] και στέγασε στον όροφο την ιδιωτική κατοικία του ιεράρχη και στο ισόγειο το επισκοπικό γραφείο της μητροπόλεως.

–Η επόμενη πέτρινη κατοικία με τη χαρακτηριστική περίφραξη της μεγάλης αυλής που διαθέτει, πρέπει να ανήκε στον Λαρισαίο Αθανάσιο Μακρή[4]. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον χρόνο ανέγερσής του, αλλά από την αρχιτεκτονική εμφάνιση προσδιορίζεται ότι έγινε κατά την τελευταία δεκαετία των χρόνων της τουρκοκρατίας (1870-1881).

–Κρυμμένο πίσω από τις δύο προηγούμενες κατοικίες και από μια συστάδα δένδρων, μόλις διακρίνεται ο τελευταίος όροφος του τριώροφου νεοκλασικού αρχοντικού του Ιωάννη Βελλίδη[5], το οποίο είχε κτισθεί λίγα χρόνια πριν το 1890. Το ύψος του το καθιστούσε ορατό από μακριά και είναι αποτυπωμένο σε όλα σχεδόν τα χαρακτικά και τις φωτογραφίες της εποχής.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής και οι τρεις κατοικίες που περιγράψαμε υπέστησαν σοβαρές καταστροφές, γι’ αυτό μεταπολεμικά όλα τα ερειπωμένα κτίσματα της περιοχής   απαλλοτριώθηκαν και κατεδαφίσθηκαν, για να ανεγερθεί στη θέση τους ο σύγχρονος  μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου.   

 –Τελευταίο στη σειρά διακρίνουμε τον αύλειο χώρο και την νοτιοανατολική πλευρά της τρίκλιτης βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου, τη γνωστή ως Βασιλική του Καλλιάρχη, από το όνομα του μητροπολίτη Διονυσίου Καλλιάρχη (1791-1896) που φρόντισε το 1794 για την ανέγερσή του. Είναι χαρακτηριστική η αετωματική κατάληξη της στέγης του κεντρικού κλίτους, καθώς και τα τρία ιδιόμορφης κατασκευής παράθυρα στην ανατολική πλευρά του ναού. Ανατολικά του ναού υψώνεται χαμηλό τριώροφο κωδωνοστάσιο, το ισόγειο του οποίου είναι συνδέεται άμεσα με δύο απλά ισόγεια βοηθητικά κτίσματα. Αυτά πρέπει να είναι εξαρτήματα του ναού, αφού ο προσανατολισμός τους είναι δυτικός, δηλαδή βλέπουν προς την αυλή και πιστεύεται ότι, μεταξύ των άλλων, αποτελούσαν και μέρος του περιτοιχίσματος το οποίο περιέκλειε κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας τον χώρο του ναού και του επισκοπικού κτιρίου που βρισκόταν σε επαφή με την βασιλική.

Η χρονολογία της φωτογραφίας αυτής είναι δύσκολο να ταυτοποιηθεί. Στο βιβλίο με τις φωτογραφίες του Τλούπα αναφέρεται ως πιθανή χρονολογία το 1900. Πρέπει όμως να είναι προ του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και πιθανόν ανάγεται στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890. Αυτό συμπεραίνεται από την διαρρύθμιση του χώρου της συγκεκριμένης περιοχής, η οποία δεν έχει ακόμα αποκατασταθεί όπως ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα.

—————————————————-

[1]. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1986 επί δημαρχίας Αριστείδη Λαμπρούλη σε 3.000 αντίτυπα, η δεύτερη το 1994 πάλι σε 3.000 αντίτυπα και η τρίτη έκδοση το 2003 επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Τζανακούλη σε 5.000 αντίτυπα.

[2]. Σήμερα η περιοχή αυτή λέγεται Πλατεία Μητέρας και στον χώρο της λειτουργεί τους θερινούς μήνες ψυχαγωγικό κέντρο.

[3]. Ο Γιώργος Γουργιώτης στο βιβλίο του Σχεδίασμα μεταβυζαντινής – νεοελληνικής ιστορίας του ναού του Αγίου Αχιλλίου Λαρίσης. Ιστορική διαδρομή, Λάρισα (1986), αναφέρει δύο διαφορετικές χρονολογίες ανέγερσης του αρχοντικού του μητροπολίτου Νεοφύτου. Στην επεξήγηση της φωτογραφίας μετά την σελ. 10 αναφέρει το 1887, ενώ στο κείμενο στη σελ. 12 αναφέρει τη χρονολογία 1882 και μάλιστα υποσημειώνει ότι η πληροφορία αυτή προήλθε από τον εκ μητρός απόγονο του μητροπολίτη, οφθαλμίατρο της Λάρισας Αριστείδη Σταυρόπουλο. Όμως από εφημερίδες της εποχής η ανέγερσή του προσδιορίζεται στα 1886.

[4]. Ο Αθανάσιος Μακρής (1799-1882), εξέχων μέλος της λαρισαϊκής κοινωνίας, ήταν επιχειρηματίας και γαιοκτήμονας, με καταγωγή από την Καστανιά των Αγράφων, πατέρας του ιατρού Ευριπίδη Μακρή. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Το Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1933), Θεσσαλονίκη (2013) σελ.83.

[5]. Ο Ιωάννης Βελλίδης (+ 1890) ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας, ιδιοκτήτης του χωριού Τατάρ, της σημερινής Φαλάνης. Μάλιστα για κάποιο χρονικό διάστημα είχε διατελέσει και νομαρχιακός σύμβουλος. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το αρχοντικό Βελλίδη, εφ. Larissanet, φύλλο της 27ης Ιουνίου 2014.

 

 ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Ιωάννης Ασλάνης, ο λεσχάρχης[*]. Του Νικολάου Αθ. Παπαθεοδώρου

$
0
0
ΑΣΛΑΝΗ

Το επιβλητικό μέγαρο Μεχμέτ Χατζημέτου, γνωστό ως Λέσχη Ασλάνη. Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Ιω. Κουμουνδούρου. Αρχές δεκαετίας του 1930.

Υπάρχουν προσωπικότητες στην ιστορία της παλιάς Λάρισας, οι οποίες σχετίζονται με ιστορικά γεγονότα και προοδευτικές δραστηριότητες και των οποίων η φήμη φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Ιωάννης Ασλάνης. Μυθικό πρόσωπο το οποίο κυριάρχησε στην κοινωνική ζωή της Λάρισας κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και το όνομα του συνδέθηκε με την Λέσχη Ασλάνη, το ωραιότερο προπολεμικό κτίριο της Λάρισας με τον χαρακτηριστικό τρούλο, ιδιοκτησίας του μουσουλμάνου εμποροκτηματία Μεχμέτ Εφένδη Χατζημέτου[1].

Η οικογένεια Ασλάνη καταγόταν από την Πελοπόννησο[2] και στη Λάρισα ήλθαν μετά την απελευθέρωση του 1881 μαζί με το μεγάλο κύμα παλαιοελλαδιτών, γιατί θεωρούσαν την Θεσσαλία την περίοδο εκείνη «γη της επαγγελίας». Κατά το 1909 κατοικούσε απέναντι από τα Δικαστήρια[3], ενώ κατά το 1920 η κατοικία του βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Πλατείας Ταχυδρομείου, στο σπίτι που αργότερα κατοικούσε ο χρυσοχόος-ωρολογοποιός Παπανικολάου[4], όπως διαβάζουμε σε μια τοπική εφημερίδα της εποχής: «Πώλησις οικίας επί της οδού Αχιλλέως έναντι πλατείας Ταχυδρομείου, οριζομένης με οικόπεδα Νικολάου Καραγεωργίου, οικίαν Ιωάννου Ασλάνη και ήδη Παπανικολάου και οδού Αχιλλέως (Παναγούλη)».  Είχε έναν αδελφό ιατρό Παναγιώτη Ασλάνη και μια κόρη την Ελένη.

Το 1906 ενοικίασε από τον ιδιοκτήτη Μεχμέτ Εφέντη Χατζημέτου τον επάνω όροφο του νεόδμητου κτιρίου στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Φιλελλήνων για πέντε χρόνια, με την βασική προϋπόθεση να χρησιμοποιήσει τον χώρο αποκλειστικά και μόνον ως λέσχη και να τον εμπλουτίσει με έπιπλα αξίας. Ο Ιωάννης Ασλάνης ήταν ένας δραστήριος και προοδευτικός επιχειρηματίας και διέθεσε άφθονα χρήματα για να φέρει στην πόλη τον κοσμοπολίτικο αέρα της ελληνικής πρωτεύουσας. Οι χώροι της Λέσχης ήταν πολυτελέστατοι για την εποχή τους, με βαρύτιμους κρυστάλλινους πολυελαίους, πολυτελέστατα βιεννέζικα έπιπλα, πολύχρωμα περσικά χαλιά, βελούδινες κουρτίνες και ακριβά σερβίτσια. Στη λέσχη αυτή φιλοξενούσε κάθε είδους κοσμικές εκδηλώσεις, οι οποίες συγκέντρωναν την ανώτερη κοινωνία της πόλεως, καθώς και Τούρκων μπέηδων, οι οποίοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να την επισκέπτονται τακτικά. Έχουν εντοπισθεί διαφημιστικές καταχωρήσεις σε εφημερίδες της περιόδου εκείνης, από τις οποίες πληροφορούμαστε ότι χρησιμοποιήθηκε ως ψυχαγωγικό κέντρο με μουσική και χορευτικά συγκροτήματα, ως αίθουσα χορευτικών εκδηλώσεων, θεατρικών παραστάσεων, διαλέξεων, κοντσέρτων, ως χαρτοπαικτική λέσχη, κλπ. Από το όνομά του η Λέσχη ονομαζόταν από τους Λαρισαίους ως Λέσχη Ασλάνη.

Ο Ιωάννης Ασλάνης λειτούργησε τη Λέσχη μέχρι το 1919. Η ονομασία αυτή όμως έμεινε για πολλά χρόνια στη συνείδηση των Λαρισαίων, αν και αμέσως μετά ο όροφος χρησιμοποιήθηκε και για άλλους σκοπούς (Ξενοδοχείον Ύπνου «Μεγάλη Βρετανία» με επιχειρηματία τον Βασίλειο Μίχο). Αργότερα περιήλθε στο δημόσιο και παραχωρήθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών για να στεγάσει τη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης.

Μετά την αποχώρησή του το 1919 από το μέγαρο του Χατζημέτου δημιούργησε στην Πλατεία Ταχυδρομείου πρόχειρη ξύλινη θεατρική σκηνή με την επωνυμία «Ολύμπια», η οποία φιλοξενούσε διάφορα θεατρικά σχήματα και μουσικά συγκροτήματα και υπήρξε ο πρόδρομος του ομώνυμου κινηματοθεάτρου. Στην πρωτοβουλία του αυτή φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο και η παρουσία της κατοικίας του σε γειτονικό με τα «Ολύμπια» χώρο. Το 1927 ο Ιωάννης Ασλάνης αποχώρησε από τη θεατρική σκηνή που έστησε και μετακόμισε οικογενειακά στην Αθήνα. Από την χρονολογία αυτή και μετά δεν κατέστη δυνατό να εντοπισθούν βιογραφικά του στοιχεία. Μετά την αποχώρηση του Ασλάνη το κτίριο περιήλθε στην οικογένεια Μάρκα, βελτιώθηκε κατασκευαστικά και σήμερα ανήκει στους αδελφούς Νίκο και Νικήτα Μάρκα. Όμως όπως όλοι οι παλιοί κινηματογράφοι της Λάρισας, τα τελευταία χρόνια με την είσοδο κυρίως της έγχρωμης τηλεόρασης, σταμάτησε να λειτουργεί.

Ο Ασλάνης θεωρείται σαν ένας από τους πρώτους που ανέδειξαν πολιτιστικά τη Λάρισα και συνέβαλλαν ώστε να αποβάλλει την τουρκική χροιά της. Ήταν σπουδαίος, ευφυής και φιλοπρόοδος επιχειρηματίας. Πρώτος αυτός στις 21 Ιουνίου 1907 παρουσίασε «…εν τω νέω ψυχαγωγικώ κέντρω (Πλατεία Θέμιδος) μέγα διπλούν αμερικανόν κινηματογράφον τελειοτάτου συστήματος, πρωτοφανής δια την Ελλάδα» έγραφε η εφημερίδα «Μικρά». Επίσης το καλοκαίρι του 1909 χρησιμοποιώντας δική του ηλεκτροπαραγωγική μηχανή, φώτισε για πρώτη φορά την περιοχή της κεντρικής πλατείας Θέμιδος όπου είχε αναπτύξει τραπεζοκαθίσματα. Και τα δύο αυτά γεγονότα είχαν προκαλέσει μεγάλη αίσθηση στους κατοίκους της Λάρισας, οι οποίοι από περιέργεια είχαν κατακλύσει την πλατεία και περιεργάζονταν τη νέα εφεύρεση των κινούμενων εικόνων  και με δέος έβλεπαν επίσης για πρώτη φορά τον ηλεκτρικό φωτισμό στην πόλη. Η προσπάθειά του αυτή τον ανέδειξε σε άτομο που συνέβαλλε στην κοινωνική πρόοδο μιας πόλεως που είχε αρχίσει σταδιακά να εξελίσσεται και να  προοδεύει.

 

————————————————

(*). Η συμβολαιογραφική πράξη μισθώσεως της λέσχης που έγινε από την συμβολαιογράφο Αγαθάγγελο Ιωαννίδη στις 12 Ιουλίου 1906 αναφέρει τον Ιωάννη Ασλάνη με την επαγγελματική ιδιότητα του λεσχάρχη, δηλ επιχειρηματία κοσμικής λέσχης. Με την ίδια ιδιότητα αναφέρεται και σε εφημερίδα της εποχής: “…μετά πολλής επιτυχίας διεξήχθη την νύκτα της παρελθούσης Κυριακής ο υπέρ της Λέσχης μας δοθείς εν τη αιθούση αυτής μέγας χορός, υπό τας περιποιήσεις του λεσχάρχου Ιωάν. Ασλάνη και του λοιπού προσωπικού του…», εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 21ης Φεβρουαρίου 1907.

[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Μέγαρο Μεχμέτ Χατζημέτου, εφ. Larissanet, Λάρισα, φύλλο της 16ης Οκτωβρίου 2015.

Ένα άγνωστο ζευγάρι…

$
0
0
Αργυρόπουλος Σκόδρα1

Ο ζωγράφος-αγιογράφος Νικόλαος Αργυρόπουλος μπροστά σε μια εικόνα μεγάλων διαστάσεων με δύο στρατιωτικούς αγίους. Από το αρχείο του Γεωργίου Ντρογκούλη.

Για τον ζωγράφο-αγιογράφο Νικόλαο Αργυρόπουλο από την Νίκαια γνωρίζουμε αρκετά βιογραφικά στοιχεία και πολλά έργα του εντοπίσθηκαν, χάρις στις έρευνες του δικηγόρου και επί σειρά ετών προέδρου του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας Γεωργίου Ντρογκούλη. Για την δασκάλα Αγγελική Σκόδρα μας άφησε πληροφορίες ο «πρύτανις» των δημοσιογράφων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα Θρασύβουλος Μακρής και αποδελτιώθηκαν ειδήσεις από παλιές τοπικές εφημερίδες,  χάρις στην ερευνητική διάθεση σύγχρονων ιστορικών. Όμως ελάχιστοι γνωρίζουν ότι τα δύο αυτά άτομα κάποια στιγμή παντρεύτηκαν και αποτέλεσαν ζευγάρι μέχρι τον θάνατό τους.

Ο Νικόλαος Αργυρόπουλος γεννήθηκε στο Νεμπεγλέρ, την γειτονική Νίκαια, στα μέσα του 19ου αιώνα (περίπου το 1850) και ήταν μέλος της οικογενείας των Κωσταβαραίων[1]. Μετά τη βασική εκπαίδευση στο σχολείο της γενέτειράς του, ανέλαβε την κηδεμονία του ο ιερομόναχος Μακάριος από την Νίκαια, ο οποίος την περίοδο εκείνη βρισκόταν στην Ρέτσιανη (Μεταξοχώρι) της Αγιάς, προστατευόμενος της οικογένειας Φάβρ. Ο μοναχός Μακάριος διείδε την κλίση του «προς το ζωγραφίζειν διάφορα αντικείμενα» και φρόντισε για την περαιτέρω μόρφωσή του. Όταν ενηλικιώθηκε επανήλθε στη Νίκαια, όπου μαθήτευσε και εργάσθηκε κοντά στον ζωγράφο Μακρή από την Κεφαλονιά, ο οποίος το 1972 αγιογραφούσε το τέμπλο του παλιού ναού του Αγ. Γεωργίου. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου επιδόθηκε επαγγελματικά στη ζωγραφική και φαίνεται ότι κάποια στιγμή με βάση την Αγιά αγιογράφησε από το 1888 μέχρι και το 1901 πολλές εκκλησίες της περιοχής της, γι’ αυτό και θεωρήθηκε ως «ο αγιογράφος του Κισσάβου».  Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουμε να εργάζεται στη Χαλκίδα, την Αθήνα, την Ελευσίνα, την Μασσαλία της Γαλλίας και τον Λίμνη της Ευβοίας όπου και πέθανε το 1932 σε μεγάλη ηλικία[2].

Απέκτησε με την σύζυγό του, της οποίας δεν γνωρίζουμε το όνομά της, τρία αγόρια:

–Τον Γεώργιο (1887-περίπου 1930). Φαίνεται ότι ακολούθησε την πορεία του πατέρα του, γιατί υπάρχουν υπογεγραμμένα έργα του στην εκκλησία του Άγ. Νικολάου του Νέου (του επιλεγόμενου Κερασά) στην Αγιά.

–Τον Στέφανο (1890-1969), απόγονοι του οποίου ζουν σήμερα στον Πειραιά.

–Τον Κωνσταντίνο (1895-1936), ο οποίος σπούδασε στη Μασσαλία, παρέμεινε στη Γαλλία, αλλά πέθανε νέος.

Για την δασκάλα Αγγελική Σκόδρα τις πρώτες πληροφορίες, όπως αναφέρθηκε, τις έχουμε από τον Θρασ. Μακρή, ο οποίος ήταν παρών σαν μαθητής του δημοτικού σχολείου (γεννήθηκε περί το 1874) κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της Λάρισας την 31η Αυγούστου 1881: Γράφει το 1935: «Ο στρατηγός Σούτσος κατελθών του ίππου, ασπάζεται το Ευαγγέλιον και την δεξιάν του μητροπολίτου, η δε διδασκάλισσα Αγγελική Σκόδρα με ηχηράν φωνήν προσφωνεί τον στρατηγόν, τον οποίον και στεφανώνει δι’ εκ δάφνης στεφάνου». Περίπου τα ίδια αναφέρουν σε ανταποκρίσεις τους και οι αθηναϊκές εφημερίδες «Πρωία» και «Εφημερίς». Η τελευταία αναφέρει επί λέξει τα εξής: «Δοξολογία επίσημος εψάλη εν τω μητροπολιτικώ ναώ ιερουργούντων των πέντε αρχιερέων και παρισταμένου απείρου πλήθους λαού, του στρατηγού και αξιωματικών, μεθ’ ήν οι παρασταθέντες εδέχθησαν αναψυκτικά εν τη οικία του μητροπολίτου, όπου η διευθύντρια του Παρθεναγωγείου κ. Αγγ. Σκόδρα ωδήγησε τας μαθητρίας, μία εκ των οποίων, δεκαέτις μόλις, εν μέσω αληθινούς συγκινήσεως απήγγειλε στίχους»[3].

Το 1891 η Αγγ. Σκόδρα μετατέθηκε στην Αγιά, αλλά μετά από ένα έτος την συναντούμε και πάλι διευθύντρια του Α΄ Δημοτικής Σχολής Θηλέων της Λάρισας. Μέχρι το 1905 το όνομά της αναφέρεται τακτικά από τις εφημερίδες όταν περιγράφουν εορταστικές εκδηλώσεις και εξετάσεις στο Σχολείο που διευθύνει. Και πάντοτε, από το 1881 ακόμη, την αναφέρουν ως «κυρία» Αγγελική Σκόδρα. Το 1905 σε μια συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου αναφέρονται τα εξής: «…εν τη Αη  ταύτη Δημοτική Σχολή των Θηλέων υπηρετεί από εικοσιπενταετίας ως διευθύντρια η κ. Αγγελική Σκόδρα, ήτις όσον ούπω, θ’ απόσχη των καθηκόντων της τούτων, απονεμηθησομένης αυτή συντάξεως…»[4]. Πάντως είναι γνωστόν ότι υπηρέτησε στην εκπαίδευση μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1910 περίπου[5].

Η Αγγελική Σκόδρα παντρεύτηκε τον ζωγράφο-αγιογράφο Νικόλαο Αργυρόπουλο, όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Θρασύβουλος Μακρής το 1936: «…η διδασκάλισσα Σκόδρα υπανδρεύθη τον εκ Νεμβεγλερίου ζωγράφον και αγιογράφον Νικόλαον Αργυρόπουλον, απέθανε δε εις τα Παρίσια, όπου το 1925 μετέβη μετά του συζύγου της, ίνα γνωρίση τα εκεί εγκατεστημένα τέκνα αυτού, προγόνια της». Η παράγραφος αυτή του Μακρή μας υποχρεώνει να δεχθούμε ότι ο γάμος  του Αργυροπούλου με την Σκόδρα ήταν ο δεύτερος. Το πότε παντρεύτηκαν δεν είναι γνωστό. Βέβαια η συνεχής αναφορά της Αγγ. Σκόδρα στις εφημερίδες ως «κυρίας» και η μετάθεσή της το 1891 στην Αγιά, όπου την περίοδο εκείνη αγιογραφούσε σε διάφορες εκκλησίες της περιοχής ο Νικ. Αργυρόπουλος, ίσως μας προϊδεάζει να σκεφθούμε πολλές υποθέσεις.

Η Αγγελική Σκόδρα πέθανε στη Μασσαλία τον Φεβρουάριο του 1929, όπου ο σύζυγός της αγιογραφούσε τον ορθόδοξο ναό της πόλεως. Την αγγελία του θανάτου της την δημοσίευσε ο Θρασ. Μακρής την 1η Μαρτίου 1929 στην εφημερίδα «Ελευθερία» ( Η δική του «Μικρά» είχε ήδη διακόψει την έκδοσή της το 1926): «ΑΓΓΕΛΙΚΗ Α. ΣΚΟΔΡΑ. Πλήρης ημερών απεβίωσεν και εκηδεύθη την προπαρελθούσαν εβδομάδα εν Μασσαλία όπου μετέβη μετά του συζύγου της κ. Ν. Αργυροπούλου – κληθέντος υπό της εκεί Ελληνικής Κοινότητος προς αγιογράφησιν του περικαλλούς ναού της – η Αγγελική Σκόδρα, πρώτη διδασκάλισσα της πόλεώς μας, διδάξασα τα πρώτα γράμματα και διαπαιδαγωγήσασα τας πλείστας των συμπολιτίδων οικοδεσποίνας από το 1883[6] μέχρι προ δεκαετίας. Η μνήμη της θα παραμείνη αοΐδιος παρά της Κοινωνίας της Λαρίσης».

Αργυρόπουλος Σκόδρα

————————————————–

{1}. Βλέπε: Ντρογκούλης Γεώργιος, Ο ζωγράφος Νικόλαος Αργυρόπουλος και η αγιογράφηση της Αγίας Παρασκευής Αμπελακίων, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Αμπελακιώτικων Σπουδών, Αμπελάκια (Ιανουάριος 1996) σελ. 42-48.

[2]. Σε κάποιο αδόκιμο έμμετρο εγκώμιο, γραμμένο μετά τον θάνατό του το 1932 από μια κάτοικο της Λίμνης Ευβοίας, διαβάζουμε τον εξής στίχο: «Έψαλλες στην εκκλησία, με την τόση ηλικία, και εθαυμάζανε όλοι την αυτή σου μελωδία». Βλέπε: Ντρογκούλης Γεώργιος, Ο ζωγράφος Νικόλαος Αργυρόπουλος στην περιοχή της Αγιάς, Πρακτικά του Α΄ Ιστορικού-Αρχαιολογικού Συνεδρίου για την Αγιά και την επαρχία της, Αγιά (2002), σελ.193.

[3] Βλέπε: εφ. «Εφημερίς», Αθήναι,  φύλλο της 9ης Σεπτεμβρίου 1881.

[4]. Βλέπε: Πρακτικά 37ης Συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, της 4ης Νοεμβρίου 1905. Εφ’ όσον το 1905 η Αγγ. Σκόδρα συμπλήρωνε 25ετή υπηρεσία ως διευθύντρια, θα πρέπει να ήταν επικεφαλής του Α΄ Παρθεναγωγείου Λαρίσης από το 1880 τουλάχιστον.

[5]. Βλέπε: Ρούσκας Γιάννης, Αγγελική Σκόδρα. Η «ευπαίδευτος και πεπειραμένη διευθύντρια» της Α΄ δημοτικής Σχολής Θηλέων της Λάρισας, περ. «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», Λάρισα, τόμ 64ος (2013) σελ. 231-237.

[6]. Το σωστό είναι πριν από το 1881, όμως πότε ακριβώς δεν έχει διευκρινισθεί.

Το παρεκκλήσιο των Ανακτόρων της Λάρισας

$
0
0
Ναός Αγ. Βησσαρίωνος

Ο ιερός ναός του Αγ. Βησσαρίωνος στον κήπο των Ανακτόρων. Επιστολικό δελτάριο αριθ. 12 του Γεωργίου Βελώνη. Περίπου 1915.

Αυτές τις ημέρες των θερινών διακοπών, τακτοποιώντας το αρχείο μου ανακάλυψα το φύλλο της 15ης Σεπτεμβρίου 1943 της εφημερίδας «Λαρισαϊκός Τύπος». Η εφημερίδα αυτή εκδιδόταν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ήταν έκδοση και των δύο εφημερίδων της πόλεως «Ελευθερία» και «Κήρυξ» και διευθυντής της ήταν ο Μιχαήλ Χαδέλλης, εκδότης του «Κήρυκος». Η εφημερίδα αυτή κυκλοφορούσε σε λίγα φύλλα, γιατί οι περισσότεροι Λαρισαίοι λόφω της καταστάσεως είχαν μετακομίσει προσωρινά στα πατρικά τους σπίτια στα γειτονικά χωριά. Σήμερα τα φύλλα της εφημερίδας αυτής είναι δυσεύρετα. Στο φύλλο που ανέφερα υπάρχει κείμενο του παλαίμαχου δημοσιογράφου που τότε ήταν διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θρασύβουλου Μακρή που έχει τον τίτλο «Ο Λαρίσσης Βησσαρίων». Το παραθέτω αυτούσιο γιατί παρ’ όλες τις ανακρίβειες που περιέχει, αναφέρει και πολλά άλλα άγνωστα γεγονότα. Ίσως πολλά εξ αυτών ανάγονται στην σφαίρα του θρύλου, όμως είναι ενδεικτικά της αίγλης και επιρροής που είχαν στον απλό και αγράμματο εν πολλοίς κόσμο αυτής της περιόδου:

«Επιτελείται σήμερον η μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Βησσαρίωνος, επισκόπου Λαρίσσης, κοινώς καλουμένου «Βλησσαρίου» ή «Άϊ Βλησσάρη». Την βορειοανατολικήν γωνίαν του έναντι της Νέας Αγοράς μας Δημοτικού Κήπου (Κήπου Ανακτόρων), εστόλιζε μέχρι του Φεβρουαρίου προπέρυσι κομψότατος ναΐσκος τιμώμενος επ’ ονόματι του εορταζομένου Αγίου. Εκτός από τον βίον αυτού, αξίζει να μάθωμεν και την ιστορίαν του μικρού αυτού Ναού, ο οποίος – ως γνωστόν – μετεβλήθη εις ερείπια κατά τον φοβερόν σεισμόν της 1ης Μαρτίου 1941.

    Το 1887-1889, πολύ προ της εκ βάθρων ανακαινίσεως του μητροπολιτικού μας ναού Αγίου Αχιλλείου, εσώζετο προσκολλημένον εις αυτόν παρεκκλήσιον, τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Βησσαρίωνος. Του παρεκκλησίου τούτου κατεδαφισθέντος, μετεφέρθησαν αι εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλιά του εις τον Κήπον των Ανακτόρων, όπου τη αρωγή της Βασιλίσσης Όλγας ανηγέρθη το 1898 ναΐσκος, πλουτισθείς δι’ αφιερωμάτων φιλοθρήσκων συμπολιτών. Εις το μέρος αυτό, προ της κατά το 1881 απελευθερώσεως της Θεσσαλίας ήσαν τα «οτζάκια», ήτοι τα μαγειρεία, τα πλυσταριά και τα δωμάτια των χριστιανών υπηρετριών και θαλαμηπόλων της πλουσιωτάτης Νουριέ (;) Χανούμ, στενής συγγενούς του φοβερού Αλή πασά των Ιωαννίνων, ιδιοκτήτριας της μεγάλης εις την θέσιν εκείνην οικίας, αληθούς ανακτόρου. Η οικοδέσποινα αύτη, ήτις εξηκριβώθη ότι ήτο χριστιανικής καταγωγής, επέτρεψε και παρώτρυνε τας υπηρετρίας της να χρησιμοποιώσιν εν δωμάτιόν των ως εκκλησίαν, όπερ και εγένετο, πολλών χριστιανών γειτόνων προσερχομένων τας Κυριακάς και τας μεγάλας εορτάς δια την επιτέλεσιν των θρησκευτικών καθηκόντων των. Εκ της αναρτήσεως εις το δωμάτιον-ναόν εκείνον μεγάλης παλαιοτάτης αγιογραφίας του Βησσαρίωνος, εδόθη εις αυτό το όνομα τούτου, λυχνάρι δε αργυρούν έκαιε προ αυτής νύκτα και ημέραν. Μίαν νύκτα του Νοεμβρίου του 1872 τα μαγειρεία και πλυσταριά παρ’ ολίγον να εγίνοντο παρανάλωμα του πυρός. Η οικοδέσποινα απέδωκε το κακόν εις ολιγωρίαν των θαλαμηπόλων της, πράγματι δε αύται κατά την νύκτα εκείνην δεν είχον ανάψει την προ της εικόνος του Αγίου κανδύλαν.

    Θανούσης της Νουριέ, το μέγαρόν της περιήλθεν εις την κυριότητα του ανεψιού της Χαμπεντήν (;) μπέη[1], όστις το 1881 εδώρησε αυτό εις τον τότε δια πρώτην φοράν επισκεφθέντα την πόλιν μας Βασιλέα Γεώργιον τον 1ον. Ο Βασιλεύς δια του υπασπιστού του απέστειλεν εντός μεταξωτού μανδυλίου αρκετά χρυσά εικοσάφραγκα, εκ των τότε κοπέντων και φερόντων την προτομήν του εις τον Χαμπεντήν. Ούτος δεν εδέχθη το βασιλικόν φιλοδώρημα, αλλ’ ησπάσθη το μανδύλιον εις ένδειξιν σεβασμού, το εκράτησε δι’ ανάμνησιν, και παρουσιασθείς εις τον Βασιλέα τον παρεκάλεσεν όπως επιτρέψη εις τους νέους υπηκόους του Οθωμανούς να επισκευάσωσι το έναντι κείμενον τζαμίον (Ομέρ βέη καλούμενον)[2], όπου από τετραετίας στεγάζεται η Δημοτική μας Βιβλιοθήκη. Ο αείμνηστος Γεώργιος όχι μόνον επέτρεψε την επισκευή του τεμένους, αλλά και αρκετά προσέφερε δια την τελείαν αυτού ανακαίνισιν. Σημειωτέον ότι το τζαμίον τούτο, θεωρηθέν ως εθνικόν κειμήλιον, δεν κατεδαφίσθη μετά τον πόλεμον του 1912-13, παρέμεινε δε ως ανάμνησις της τουρκικής κυριαρχίας μόνον αυτό εκ των τριάκοντα δύο[3] εν όλω τοιούτων, τα οποία υψούντο εις την πόλιν μας.

    Το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (παλάτι), υπό την επίβλεψιν του μακαρίτου επιμελητού των Ανακτόρων Ν. Θών, επεδιωρθώθη και ηυπρεπίσθη δια βασιλικής αρωγής, εις αυτό δε διέμενεν ανέτως επί δεκαήμερον ολόκληρος η Βασιλική οικογένεια, όταν αύτη κατά το 1889 περιήλθε την Θεσσαλίαν, επισκεφθείσα και τα ονομαστά Μετέωρα. Δια την ιστορίαν σημειούμεν ότι οι Μοναχοί των Μετεώρων τότε και δια μόνην φοράν επέτρεψαν εις γυναίκα ν’ ανέλθη εις την Μονήν Βαρλαάμ. Το απήτησεν η αείμνηστος Βασίλισσα Όλγα, ήτις εύρε την εν λόγω Μονήν ομοίαν με τας εν τη πατρίδι της – Ρωσσία – τοιαύτας.

    Μετά την δολοφονία του Γεωργίου δια διαθήκης του το ανάκτορον εκείνο περιήλθε εις την κυριότητα του πρίγκηπος Νικολάου, δια της ιδίας δε διαθήκης παρέμενεν υπηρετούσα εν αυτώ η κωφάλαλος Ελένη, θυγάτηρ του κηπουρού των Βασιλικών Ανακτόρων Μπαρμπα-Νικήτα. Προ δεκαοκταετίας ο Δήμος Λαρίσης ηγόρασε παρά του Νικολάου το «Παλάτι»[4], δια φυτειών δε νέων και ρυθμικών πάρκων μετάβαλε τον απλούν κήπον τούτου εις πράγματι «Ανακτορικόν» τοιούτον. Εις αυτόν μέχρι το 1938 ετελούντο διάφοροι δημοτικαί εορταί, διενηργούντο φιλανθρωπικαί αγοραί, εγίνοντο συναυλίαι και κοσμικαί συγκεντρώσεις και πανηγυρικαί παννυχίδες.

    Αυτή εν συντόμω είναι η ιστορία του ναΐσκου του Αγίου Βησσαρίωνος[5] και του Παλατιού της Λαρίσης. Κλείοντες ταύτην προσθέτομεν ότι εις έν των δωματίων τούτου εσώζετο μέχρι της κατά το 1878 κηρυχθείσης Θεσσαλικής Επαναστάσεως η χρυσοποίκιλτος σπάθη του κατακτητού της Θεσσαλίας στρατάρχου Τουρχάν. Η σπάθη αύτη εθεωρείτο θαυματουργός, τοποθετημένη επί της κοιλίας των επιτόκων επέφερε ταχύν και αίσιον τον τοκετόν αυτών».

———————————————————

[1]. Εδώ ο Θρ. Μακρής έχει αμφιβολίες για την ονομασία του μπέη. Πρόκειται για τον Χαϊρή μπέη που ήταν αδελφός του Χουσνή μπέη, σύμφωνα με το συμβόλαιο αγοράς του μεγάρου από τον βασιλέα Γεώργιο Α΄, και όχι για τον Χαμπεντή μπέη.

[2]. Το τζαμί του Ομέρ μπέη βρισκόταν βόρεια των ανακτόρων, στην περιοχή της σημερινής οδού Γαριβάλδη. Στην ουσία, πρόκειται για το σημερινό Γενή τζαμί, που άλλες πηγές θέλουν να κτίζεται εκ θεμελίων νέο το 1891 και άλλες ότι ανεγέρθηκε στη θέση παλαιού μικρού τεμένους στην περιοχή αυτή.

[3]. Ο αριθμός των τζαμιών της Λάρισας κυμαίνεται ευρέως στις καταγραφές των ξένων περιηγητών. Το 1881 ο αριθμός τους ανέρχονταν σε 22, τα περισσότερα των οποίων ήταν ετοιμόρροπα.

[4]. Η αγορά έγινε το 1916 επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα.

[5]. Η ανέγερση του παρεκκλησίου του Αγ. Βησσαρίωνος στη θέση του απλού δωματίου που υπήρχε από πριν, έγινε το 1898 όπως αναφέρει η εφημερίδα των Αθηνών «Ελλάς» στο φύλλο της 29ης Ιουνίου 1898: «Από πολλών ημερών ήρχισεν η ανέγερσις του μικρού ναϊσκου εις τον περίβολον των ενταύθα ανακτόρων. Εις τον ναόν τούτον θα εκκλησιάζονται τα μέλη της Βασιλικής οικογενείας, οσάκις μας επισκέπτονται».

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

135 χρόνια από την απελευθέρωση της Λάρισας

$
0
0
soutsos

Χαρακτικό από το ελληνικό περιοδικό «Έσπερος» της Λειψίας. 1881

Με την ευκαιρία της επετείου των 135 χρόνων από την απελευθέρωση της Λάρισας έπειτα από υποταγή 458 ετών (1423-1881) στους Τούρκους, θα παραθέσουμε στο σημερινό μας σημείωμα τις εντυπώσεις του συγγραφέα – δημοσιογράφου Σπυρίδωνα Παγανέλη από την είσοδο του ελληνικού στρατού στην θεσσαλική πρωτεύουσα. Είχε φθάσει στην πόλη από τις 30 Αυγούστου 1881 και η περιγραφή του είναι ενδιαφέρουσα. Ο Σπυρίδων Παγανέλης, ήταν απεσταλμένος της ελληνικής εφημερίδας «Νεολόγος» της Κωνσταντινουπόλεως και σε καθημερινές ανταποκρίσεις του, περιέγραφε με λεπτομέρειες την απελευθερωτική πορεία του ελληνικού στρατού υπό τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο. Το 1882 ο Παγανέλης συγκέντρωσε όλες αυτές τις ανταποκρίσεις και μαζί με τις δημοσιογραφικές εμπειρίες του από τους σεισμούς στη Χίο, όπου βρέθηκε αμέσως μετά, τις συμπεριέλαβε σε έναν τόμο 440 σελίδων μικρού σχήματος, με τον τίτλο «Οδοιπορικαί Σημειώσεις», ο οποίος εκδόθηκε στην Αθήνα.   

Ο Σπ. Παγανέλης γεννήθηκε στη Μύκονο το 1852. Ξεκίνησε σαν δημοσιογράφος και αργότερα αναδείχθηκε σπουδαίος λογοτέχνης. Γι ένα διάστημα διετέλεσε βουλευτής και διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Γλώσσα του κειμένου του είναι η λόγια καθαρεύουσα της εποχής. Σε μερικούς βέβαια σήμερα είναι λίγο δυσνόητη, όμως η περιγραφή του είναι γλαφυρή και σε κάποια σημεία έντονα  ποιητική. Γι’ αυτό και στην αντιγραφή μας διατηρείται αναλλοίωτη.

Με το έργο του αυτό ο Σπ. Παγανέλης απαριθμεί μόνον γεγονότα που υπέπεσαν στην αντίληψή του, δεν υπεισέρχεται σε ιστορικές λεπτομέρειες, δεν ονοματίζει και δεν ακριβολογεί. Θριαμβολογεί για την ενσωμάτωση νέων εδαφών στο ελληνικό βασίλειο και για την αλλαγή της υπηκοότητας του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής, ανατέμνει το καυτό για την εποχή αγροτικό πρόβλημα και προσπαθεί να σταθεί ουδέτερος στη διαμάχη γαιοκτημόνων και καλλιεργητών. Ακόμα θέλγεται από την ομορφιά των φυσικών τοπίων της Θεσσαλίας και ιδιαιτέρως των Τεμπών και των Μετεώρων.

Από τις ανταποκρίσεις του θα περιορισθούμε στο σημερινό μας σημείωμα σε ορισμένες εντυπώσεις του από τη Λάρισα, όπου περιγράφει την πόλη, την άθλια κατάσταση των κατοίκων της, αλλά και την αποθεωτική υποδοχή που επεφύλαξαν στον ελληνικό στρατό ο κλήρος, οι αξιωματούχοι και ο απλός λαός της πόλεως. Οι εντυπώσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, επειδή περιγράφουν τη θεσσαλική μητρόπολη όπως ήταν στο τέλος της τουρκικής κυριαρχίας και στην αυγή της νέας, μετά από τόσους αιώνες, ελληνικής παρουσίας. Η πόλη δεν τον εντυπωσιάζει. Κακή ρυμοτομία και έλλειψη αρχιτεκτονικού κάλλους κυριαρχούν παντού και μόνον η μαιανδρική πορεία του Πηνειού και τα στίλβοντα νερά του, τη ζωογονεί και την ομορφαίνει. Οι κάτοικοι, μετά από τόσα βάσανα, κακουχίες και διώξεις μεθούν τώρα, την ευλογημένη αυτή ώρα, από χαρά. Η πόλη απολαμβάνει ένα απέραντο πανηγύρι ελευθερίας και όλοι χύνουν δάκρυα ευγνωμοσύνης για τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό. Ας παρακολουθήσουμε τι γράφει ο ίδιος:

«Εις την Λάρισσαν άγουσι πάμπολλοι οδοί, διακρινόμενοι δια των ονομάτων των πόλεων εις άς τερματίζονται αι από του θεσσαλικού κέντρου προς βορείους, μεσημβρινάς, ανατολικάς και δυτικάς ακτίνας κατευθυνόμεναι προεκτάσεις. Ούτως έχομεν πύλην και δρόμον Αγιάς, πύλην και οδός Τρικκάλων, Φερσάλων, κλπ. Ερχόμενος εκ Τρικκάλων εισήλθον εις την πόλιν δια τη φερωνύμου οδού. Η συγκίνησίς μου απέβαινεν ευνόητος. Επάτουν την κλασσικήν Λάρισαν, περίφημον και εν τη αρχαιότητι, ονομαστήν και εις τους μεταγενεστέρους χρόνους, προσφιλή δε εις τας ελληνικάς ψυχάς, ως αι συνάδελφοι αυτής Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη και εί τις άλλη […] Δεν ανέμενον να ίδω εν τη Λαρίσση πόλιν παρουσιάζουσα τα πλεονεκτήματα των ολίγων διακρινομένων της Ανατολής, ούτε την ευθυγραμμίαν ή τι άλλο αρχιτεκτονικόν κάλλος. Δια τούτο η εντύπωσίς μου δεν απέβη δυσάρεστος […] Η ησυχία φαίνεται απόλυτος εις την πόλιν, αλλά εις το εσωτερικόν των οίκων, όπου το όμμα της τουρκικής περιπόλου αδυνατεί να εισδύση, ζωηρά επικρατεί κίνησις σημαιών, κανδηλών, ταινιών, ανθέων και στεφάνων δάφνης και μύρτου. Δια νυκτός ελπίζουσιν οι Λαρισαίοι να ετοιμάσωσι τα πάντα, καίτοι δε μικρά είναι η προθεσμία. Ουχ ήττον θαρρούσιν εις την ταχύτητα των ποδών και χειρών των. Το υλικόν δια τα αψίδας ητοιμάσθη, οι οίκοι ηυπρεπίσθησαν, τα προαύλια εκαθαρίσθησαν και η πόλις προητοίμασε την καλλίστην των στολών της, δια την μεγάλην της αύριον εορτής…

    Ευπρεπισθέντες οι κάτοικοι εχύθησαν συν γυναιξί και τέκνοις άμα τη έω εις τους δρόμους της πόλεως, ανταλλάσοντες ασπασμούς αναστάσεως και ηθικής παλιγγενεσίας. Δια νυκτός αι αψίδες ευρέθησαν όρθιαι, καταπράσιναι, σημαίαις κεκοσμημέναι και ρητοίς πατριωτικοίς. Η αρίστη είχεν εγερθεί κατά την είσοδον της πόλεως επί της οδού Φερσάλων […] Η νεότης της πόλεως, με την αγνότητα της ως σύμβολον και ένδυμα, εξήλθε προς υποδοχήν του ελληνικού στρατού, έτοιμος να τον προσφωνήση και ανυπομονούσα να τον ράνη με άνθη, συλλεγέντα από των προπόδων του Ολύμπου και του Πηνειού τας όχθας. Λευκά φέρουσαι αι λαρισσαίαι παρθένοι μετά των εθνικών χρωμάτων, παρετάχθησαν δεξιόθεν και αριστερόθεν της αψίδος και παρ’ αυταίς οι παίδες των Χριστιανών και οι Ιουδαιόπαιδες, καινουργείς φέροντας στολάς, μετά ταινιών κυανών και σημαιών πολυτίμων ελληνικών, έμελπον ωδάς και άσματα […]  

    Ο κλήρος επεφάνη κυανόλευκα φέρων, προφεγγουσών λαμπάδων εθνικά φερουσών χρώματα και εικόνων της Αναστάσεως του Σωτήρος, άνθεσι λευκοίς και κυαναίς ταινίαις πλουσίαις και κυματιζούσαις κεκοσμημένων. Ο Σ. Μητροπολίτης Λαρίσσης, ο αρχιεπίσκοπος Τρικκάλων, ο επίσκοπος Θαυμακού, ο επίσκοπος Γαρδικίου, ο επίσκοπος Φαναριοφερσάλων, μετά κλήρου πολλού και πάντα τα σύμβολα της αξίας αυτών φέροντες, παρετάχθησαν κατά την είσοδον της αψίδος, εν χορώ ψάλλοντες τα «Αναστάσιμα» της ορθοδόξου Εκκλησίας.   

    Όταν εις το βάθος της μεγάλης λεκάνης ην αποτελούσι τα περί την Λάρισαν κυκλικά όρη επεφάνη η εναέριος και  στίλβουσα γραμμή των ελληνικών λογχών, πολλοί επεφώνησαν: «Νυν απολύεις» […] Τι δύναται να γράψη τις και πώς να αποτολμήση την παράστασιν τοιούτου θεάματος ! Αι χείρες των ανδρών και των γυναικών υψούντο ως αδιαπέραστον δάσος προς τον στρατόν και τον στρατηγόν. «Τ’ αδέλφια μας», ήκουέ τις πανταχού και άπαντες οι οφθαλμοί πλέοντες εις τα δάκρυα, ητένιζον την εθνικήν σημαίαν […] Διατί να μη δύναμαι να περισυλλέξω εντός δακρυοληκύθου όλα εκείνα τα δάκρυα άτινα εχύθησαν την στιγμήν της εις Λάρισσαν εισόδου του ελληνικού στρατού;  

    Ο άκρατος και ακαταδάμαστος ενθουσιασμός του λαού μετεδόθη, δίκην ηλεκτρικού σπινθήρος, εις τους παρελαύνοντας στρατιώτας και τους αξιωματικούς. Οι πρώτοι αφαιρούντες τους πίλους των έσειον αυτούς εις τον αέρα αντιχαιρετώντες, οι δεύτεροι σείοντες τα ξίφη των αντιπαρήρχοντο τα πλήθη χαιρετώντες και παθαινόμενοι από τοιαύτης αδελφικής και ενθουσιώδους υποδοχής. Κλήρος, λαός και στρατός, παρθένοι, μητέρες, νέοι και γέροντες, ηκολούθουν την παρέλασιν και, τους οπλίτας ατενίζοντες, απεθαύμαζον τας αγριωπάς όψεις, τας τραχυνθείσας εις τον κάματον των πορειών και τούς μόχθους του στρατιωτικού βίου».

    Η λυρικότητα της περιγραφής της εισόδου του ελληνικού στρατού στη Λάρισα και την περιοχή της συνεχίζεται αμείωτη, ο χώρος όμως της εφημερίδας είναι μικρός για να χωρέσει όσα θριαμβικά αναφέρει ο γλυκόφθογγος Σπ. Παγανέλης στο σύγγραμμά του.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET


Πλημμύρες στην παλιά Λάρισα

$
0
0
plimmyres-larisa

Η μεγάλη πλημμύρα του 1901. Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Λαρισαίου βιβλιοχαρτοπώλη Γεωργίου Βελώνη.

Οι πλημμύρες στη Λάρισα συμβαδίζουν με την μακραίωνη ιστορία της. Κτισμένη στη δεξιά όχθη του Πηνειού, παρακολουθεί τις τύχες του ποταμού που την στολίζει, την θρέφει και μερικές φορές την καταστρέφει. Οι παλαιότερες αναφορές για τις ζημιές που επιφέρουν οι πλημμύρες του ποταμού της στην εύφορη πεδιάδα της Θεσσαλίας εντοπίζονται στον Στράβωνα. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας πολλές ενθυμήσεις στα παράφυλλα και τα περιθώρια των εκκλησιαστικών βιβλίων, γραμμένες κυρίως από ολιγογράμματους μοναχούς και ιερείς, αναφέρονται στις μεγάλες πλημμύρες του Πηνειού, στις σοβαρές καταστροφές που επέφεραν και τα πολλά ανθρώπινα θύματα που θρηνούσε η πόλη.

Σημειώνονταν κατά την διάρκεια του χειμώνα και τους πρώτους μήνες της άνοιξης. Οι πολλές βροχοπτώσεις και το λιώσιμο του χιονιού στα ορεινά της δυτικής Θεσσαλίας οδηγούσαν, μέσω των παραποτάμων, μεγάλες ποσότητες νερού στην κεντρική κοίτη του Πηνειού. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το ποτάμι να υπερχειλίζει, να καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης και στην πορεία του να σπέρνει την καταστροφή. Στη Λάρισα οι πιο προβληματικές περιοχές ήταν οι περιοχές του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγίου Αθανασίου), του Πέρα μαχαλά και τα Ταμπάκικα, που βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο. Μερικές φορές η πόλη πλημμύριζε και το καλοκαίρι, όταν έπειτα από ραγδαίες νεροποντές, οι χείμαρροι Χασαμπαλιώτης και Νεμπεγλεριώτης οι οποίοι έρχονταν από τους λόφους που βρίσκονται κοντά στην νότια πλευρά της πόλεως, πλημμύριζαν με τα ορμητικά νερά τους τον Παράσχου μαχαλά (συνοικία Αγίου Νικολάου). Γράφει σχετικά ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος ο Λαρισσαίος: «Γίνονται κάποτε και το καλοκαίρι κατακλυσμοί από τις μεγάλαις βροχαίς και προκαλούν βλάβην εις τους χαμηλούς τόπους. Όθεν και τα χαμηλά μέρη της Λαρίσσης πολλαίς φοραίς καταποντίζονται […] το πλειότερον κατά τον Παράσχον μαχαλάν[1]».  Όταν μετά από μέρες τα νερά αποσύρονταν, άφηναν πίσω τους εκτεταμένες ζημιές σε οικίες και καταστήματα και αρκετούς νεκρούς.

Μία από τις μεγαλύτερες πλημμύρες, για την  οποία έχουμε άφθονες πληροφορίες από ιστορικούς και από ενθυμήσεις είναι του 1811. Έγινε μήνα Αύγουστο, όταν ξαφνικά ξέσπασε σφοδρή νεροποντή η οποία κράτησε 36 ώρες. Πλημμύρισαν οι χείμαρροι που κατέβαιναν από τη νότια πλευρά της πόλεως και κατέκλυσαν πολλές συνοικίες της. Οι καταστροφές ήταν τόσο μεγάλες ώστε κάθε μία από τις ιστορικές πηγές αναφέρει διαφορετικό αριθμό ανθρωπίνων θυμάτων, καταστροφών σε οικοδομήματα και απώλεια αγαθών.

Άλλη μεγάλη καταστρεπτική πλημμύρα έγινε στις 14 Οκτωβρίου του 1883, δύο χρόνια μετά τη απελευθέρωση της Λάρισας. Η δεκαπενθήμερη ελληνική εφημερίδα της Λειψίας  Έσπερος, δημοσίευσε δύο χαρακτικά τα οποία απεικόνιζαν την έκταση της πλημμύρας και τις ανυπολόγιστες ζημιές που προκάλεσε. Τα χαρακτικά αυτά έχουν τον υπότιτλο Η εν Λαρίσση πλημμύρα, μηνί Οκτωβρίω 1883[2]. Τα είχε σχεδιάσει άγνωστος καλλιτέχνης με βάση αυθεντικές φωτογραφίες οι οποίες είχαν σταλεί στο περιοδικό από το Λαρισαίο Κωνσταντίνο Ισχομάχο(3). Η πρώτη από τις δύο εικόνες καταγράφει την τεράστια έκταση της πλημμύρας όχι μόνον στην πόλη της Λάρισας, αλλά και στον κάμπο που την περιβάλλει. Η κοίτη του Πηνειού είχε εξομοιωθεί με τις πλημμυρισμένες περιοχές στην περιοχή του Αλκαζάρ και τα Ταμπάκικα. Η δεύτερη αποτυπώνει τις δραματικές προσπάθειες των κατοίκων της πόλεως  να επανορθώσουν τις ζημιές από τις καταστροφές που προξένησε η πλημμύρα σε κάποιο κεντρικό σημείο της. Μια αθηναϊκή εφημερίδα έγραφε γι’ αυτήν: «… βροχή ραγδαία επί 48 κατά συνέχειαν ώρας πίπτουσα, τοσαύτα ύδατα συνεσώρευσεν … και ο Πηνειός εκχειλίσας κατέκλυσε την κατ΄εξοχήν ελληνικήν συνοικίαν της πόλεως, την καλουμένην Παράσχου Μαχαλά και εν μέρει τον Αρναούτ μαχαλά. Εις 150 υπολογίζονται αι καταπεσούσαι οικίαι, εις 20 τα θύματα, ανυπολόγιστοι δε αι λοιπαί ζημίαι. Ουδεμία σχεδόν οικία έμεινεν απρόσβλητος υπό των υδάτων[4]».

Το 1901 νέα πλημμύρα του Πηνειού κατέκλυσε τη Λάρισα. Από την πλημμύρα αυτή είναι και η φωτογραφία η οποία δημοσιεύεται σήμερα μαζί με το κείμενο. Προέρχεται από χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο (καρτ ποστάλ) το οποίο κυκλοφόρησε ο Γεώργιος Βελώνης[5]. Παρατηρώντας την φωτογραφία διακρίνουμε μέρος της παλιάς πέτρινης γέφυρας. Τα νερά του Πηνειού έχουν φθάσει σχεδόν μέχρι την κορυφή των τόξων της και απέχουν ελάχιστα από το κατάστρωμα. Περίεργα άτομα είναι συγκεντρωμένα κοντά στα κιγκλιδώματα της γέφυρας και παρακολουθούν την πορεία των νερών του εκχυλισμένου ποταμού. Το σκοτεινό τμήμα που παρατηρείται δεξιά και φθάνει μέχρι την είσοδο της γέφυρας προέρχεται από την σκιά που ρίχνει στο έδαφος ο ψηλός μιναρές του γειτονικού μουσουλμανικού τεμένους του Χασάν μπέη. Πίσω από την γέφυρα διακρίνονται μόνον οι κορυφές των δέντρων από το νησάκι που βρισκόταν μέσα στην κοίτη, την οποία δίχαζε για μικρή απόσταση. Αριστερά τα νερά έχουν υπερκεράσει την όχθη και έφθασαν μέχρι τον κήπο του Αλκαζάρ, ενώ δεξιά έχει πλημμυρίσει εντελώς η συνοικία Ταμπάκικα. Στο βάθος προβάλλουν εντυπωσιακά οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου.

Οι συχνές πλημμύρες που έπλητταν την Λάρισα ανάγκασαν την πολιτεία και τους τοπικούς άρχοντες να κατασκευάσουν κατά την δεκαετία του 1930 λίγο πιο κάτω, στον δρόμο προς την Γιάννουλη, την δεύτερη, ανακουφιστική όπως ονομάσθηκε, κοίτη του Πηνειού, με τα έργα της εταιρείας Boot και έτσι η Λάρισα απαλλάχθηκε οριστικά από την μακραίωνη πληγή που την κατέτρωγε.

———————————————-

[1]. Βλέπε: Ιωάννης Οικονόμου-Λογιώτατος, Ιστορική Τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας (1817), Εισαγωγή-Σχόλια- Επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα (2005) σελ. 49. Επίσης: 1908. Σεπτεμβρίου 20, ημέραν Σάββατον και ώραν 10ην προμεσημβρινήν, εγένετο πλημμύρα των υδάτων των ποταμίσκων και χειμάρρων των χωρίων Μαϊμουλίου, Νεμπεγλέρ και των πέριξ, κατακλυσάντων την συνοικίαν Παράσχου, πολλών οικιών καταστρεψάντων, μεταξύ των οποίων και την επί της οδού Γρηγορίου του Ε΄, αριθμ. 1 ιδικήν μας». Από το «Ημερολόγιον της Αγγελικής Θρασυβούλου Μακρή», εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 18ης Φεβρουαρίου 2015.

[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λάρισα στα χαρακτικά των ευρωπαίων περιηγητών (16ος – 19ος αι.), Λάρισα (2006) σελ. 112-117, όπου υπάρχουν και τα χαρακτικά.

[3]. Ο Κωνσταντίνος Ισχομάχος ( ; – 1888) ήταν στρατιωτικός. Ως λοχαγός ίδρυσε την εταιρεία «Αδελφότης» και στην επανάσταση της Θεσσαλίας το 1878 πήρε μέρος με δικό του στρατιωτικό σώμα. Έφθασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Στις πρώτες εκλογές που έγιναν το 1881, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, εκλέχθηκε βουλευτής Λαρίσης. Κατά τη διάρκεια της βουλευτικής του θητείας απέστειλε στην εφημερίδα της Λειψίας τις φωτογραφίες από την πλημμύρα που έπληξε την πόλη το 1883.

[4]. εφ. «Εφημερίς», Αθήνησι, τη 17 Οκτωβρίου 1883, ημέρα Δευτέρα.

[5]. Ο Γεώργιος Βελώνης ήταν Λαρισαίος βιβλιοχαρτοπώλης ο οποίος κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1920 είκοσι πέντε θαυμάσιες κάρτες. Το κατάστημά του βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το φαρμακείο του Στέφανου Κυλικά.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

O Αγήνωρ Αστεριάδης ζωγραφίζει το Πήλιο

$
0
0
asteriadis-pilio

Πηλιορείτες προύχοντες της τουρκοκρατίας. Τοιχογραφία από παλιό αρχοντικό του Πηλίου που δεν υπάρχει σήμερα. Υδατογραφία του Αγήνορα Αστεριάδη. 1956.

Την δεκαετία του 1950 η Ανώνυμος Γενική Εταιρεία Τσιμέντων «Ηρακλής – Όλυμπος», που το εργοστάσιό της βρίσκεται στις παρυφές του Βόλου, στον δρόμο προς την Αγριά, είχε την φαεινή έμπνευση να κυκλοφορεί τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς πολύχρωμα ημερολόγια με ζωγραφικά έργα καταξιωμένων Ελλήνων καλλιτεχνών. Το ημερολόγιο του 1956 είχε τον τίτλο «Πήλιον», ήταν αφιερωμένο στο βουνό των Κενταύρων και ανάμεσα στις σελίδες του περιείχε 18 θαυμάσιες υδατογραφίες με απόψεις από διάφορες περιοχές του Πηλίου, του συμπολίτη μας ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη. Την επιμέλεια του ημερολογίου είχε ο Κίτσος Μακρής, που είχε γεννηθεί στη Λάρισα, αλλά σε μικρή ηλικία είχε μετακομίσει στον Βόλο και αργότερα εξελίχθηκε στον σπουδαίο λαογράφο που θαυμάζουμε και σήμερα, ενώ την εκτύπωση είχε αναλάβει η εταιρεία Ασπιώτη – ΕΛΚΑ Α.Ε.[1]. Με την ευκαιρία που φέτος συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από την κυκλοφορία της ωραίας αυτής έκδοσης, θα αναφερθούμε με λίγα λόγια στο Ημερολόγιο και τον δημιουργό του, τον ζωγράφο Αγήνορα Αστεριάδη.

Στην πρώτη σελίδα του Ημερολογίου υπάρχει γραμμένο από τον Αστεριάδη με βυζαντινή γραφή το εξής εμπνευσμένο ανυπόγραφο κείμενο[2], το οποίο αναφέρεται στην άνθηση που παρουσιάσθηκε στο Πήλιο σε πολλούς τομείς στους δύο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας (18ος και 19ος): «Με του τεχνίτη το μόχθο και του πραματευτή την αξιωσύνη, με του σοφού το στοχασμό και του κλέφτη την άσκηση, ωρίμαζεν το Γένος το ελληνικό για το μεγάλο Σηκωμό του 21. Δύο αιώνες κράτησεν αυτή η προπαρασκευή. Τι ώρες τούτες τις βαρειές σε σημασία και πυκνές σε νόημα, έλαχε να τις εκφράσουν καλλιτεχνικά άνθρωποι απλοί και τυραγνισμένοι. Αρχιμαστόροι χτίζουν σπίτια, εκκλησιές βρύσες και γιοφύρια, ζωγράφοι απλώνουν στους τοίχους τους καημούς και τις ελπίδες του Ρωμιού, ταγιαδόροι[3] σκαλίζουν τις αδρές μορφές που εκφράζουν το Καινούριο που έρχεται, γλύπτες ασκούν, με τα λιτά τους μέσα, την πανάρχαια τέχνη του τόπου. Στο Πήλιο το άνθισμα της τέχνης βρήκε την πιο ευτυχισμένη του έκφραση. Ο πλούτος του τόπου και το ξεμάκραιμμα απ’ τη φοβέρα του Ξένου, έδωσε στους ταπεινούς τεχνίτες πιο ελεύθερην ανάσα να πουν το τραγούδι τους με το μυστρί, με το πινέλλο και το καλέμι. Μια θαυμαστή φυσική ομορφιά αγκαλιάζει τα έργα του ανθρώπου, κι’ εκείνα τόσο δένονται μαζί της που θαρρείς πως τα έπλασεν η φύση, όπως τα δέντρα, τους βράχους και τα νερά».

Στη συνέχεια, ανάμεσα στα φύλλα του Ημερολογίου, παρεμβάλλονται οι υδατογραφίες του Αστεριάδη που απεικονίζουν κυρίως τοπία από τα όμορφα χωριά του Πηλίου, τοπικές φορεσιές και έργα που κατασκεύασαν με τα χέρια τους άξιοι λαϊκοί τεχνίτες. Η καλλιτεχνική απόδοση των εικόνων από τον ζωγράφο είναι εξαιρετική και ο χρωματισμός τους ήπιος και γλυκύς.

Ο Αγήνορας Αστεριάδης γεννήθηκε στη Λάρισα στις 24 Αυγούστου 1898. Μεγάλωσε στο «Αστεριαδαίικο», όπως χαρακτηρίζει σε ένα ζωγραφικό έργο το πατρικό του σπίτι, το οποίο βρισκόταν στην συνοικία του αγίου Νικολάου, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Ρούσβελτ και Γρηγορίου Ε΄. Γονείς του ήταν, ο φαρμακοποιός Κωνσταντίνος Αστεριάδης (1856-1908), οι πρόγονοι του οποίου είχαν Σουλιώτικη καταγωγή και η Αικατερίνη Δρίτσα (1866-1931) από αρχοντική οικογένεια της Ύδρας. Προερχόταν από πολυμελή οικογένεια και ήταν ο τρίτος στη σειρά από τα έξι αγόρια που είχαν αποκτήσει οι γονείς του. Από νεαρή ηλικία και ενώ φοιτούσε στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, έπαιρνε μαθήματα σχεδίου από τον γνωστό ζωγράφο-αγιογράφο της Λάρισας Χρήστο Παπαμερκουρίου. Σ’ αυτόν αποδίδεται και η εφηβική προσωπογραφία του νεαρού Αγήνορα Αστεριάδη που του έκανε το 1915. Τη ίδια χρονιά άρχισε την φοίτησή του στην Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών, που η συγκυρία το έφερε να έχει σπουδαίους δασκάλους. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του γνωρίσθηκε με την Ασπασία Κωλλέτη (1903-1970), την μέλλουσα σύζυγό του, η οικογένεια της οποίας κρατούσε από τον ηπειρώτη αγωνιστή του 1821 και πρωθυπουργό επί Όθωνος Ιωάννη Κωλλέτη. Μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή ανοίχτηκε μπροστά του μια λαμπρή καλλιτεχνική πορεία, η οποία ξεκίνησε από τη Λάρισα το 1921, όταν έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση στο φωτογραφείο του Γεράσιμου Δαφνόπουλου, που τότε βρισκόταν στην συμβολή των σημερινών οδών Μεγ. Αλεξάνδρου, Δευκαλίωνος και Πατρόκλου.

Από τότε μέχρι και τον θάνατό του το 1977, περίπου για 56 χρόνια, εργάσθηκε ακατάπαυστα σε πολλούς τομείς εικαστικής δημιουργίας (ελαιογραφίες, υδατογραφίες, σχέδια, χαρακτικά, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες, κλπ.). Από τα έργα του προέχουν οι ζωγραφικοί πίνακες. Μερικοί απ’ αυτούς  έχουν σαν θέμα τη Λάρισα και σήμερα βρίσκονται διάσπαρτοι σε δημόσια ιδρύματα και ιδιωτικές συλλογές τόσο της πόλεώς μας, όσο και πανελλήνια. Ασχολήθηκε επίσης με την εκκλησιαστική ζωγραφική. Πιο εντυπωσιακό είναι το σύνολο που αγιογράφησε στον στρατιωτικό ναό της Μεταμορφώσεως, στο στρατόπεδο της Ιης Στρατιάς. Δική του και των μαθητών του είναι και η αγιογράφηση του ναΐσκου  του Αγίου Βησσαρίωνος στην πλατεία του Δημοτικού Ωδείου. Επίσης λίγοι γνωρίζουν σήμερα ότι το σύνολο των φορητών εικόνων που κοσμούν το μαρμάρινο τέμπλο του Αγίου Αχιλλίου προέρχεται από τα ικανά χέρια του. Ακόμα εικονογράφησε αρκετά βιβλία (λογοτεχνικά, ιστορικά, μαθητικά) και έλαβε μέρος σε πολλές συλλογικές και ατομικές εκθέσεις έργων του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Κυκλοφόρησε και δύο αξιόλογα λευκώματα με σχέδια του, όπως «Το σπίτι του Σβαρτς στα Αμπελάκια», έκδοση του 1928 και το «Λάρισα», έκδοση του 1978, το οποίο κυκλοφόρησε λίγο μετά τον θάνατό του. Τέλος η «Πολιτεία», έργο εμβληματικό για την πόλη μας που ζωγράφισε το 1969, έχει δωριθεί από την οικογένειά του στον Δήμο και σήμερα κοσμεί την Δημοτική μας Πινακοθήκη.

Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 1977 και ενταφιάσθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, αλλά μετά από πέντε χρόνια τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Δημοτικό νεκροταφείο της Λάρισας, κοντά στον τάφο της γυναίκας του που είχε πεθάνει στη Λάρισα νωρίτερα, το 1970.

———————————————————

[1]. Το λιθογραφείο ΑΣΠΙΩΤΗ ιδρύθηκε το 1873 στην Κέρκυρα από τον Γεράσιμο Ασπιώτη και ήταν η παλαιότερη εταιρεία του είδους στη χώρα. Η δραστηριότητά της στην αρχή ήταν σε άμεση συνάρτηση με το δημόσιο, καθώς έφτιαχνε γραμματόσημα, χαρτόσημα, τράπουλες, επιστολικά δελτάρια κλπ. Το 1928 συγχωνεύθηκε με την ΕΛΚΑ.  Αφού πέρασε από διάφορα χέρια τελικά κατέληξε το 1997, έπειτα από πτώχευση, στην Εθνική Τράπεζα.

[2]. Το ανυπόγραφο κείμενο μάλλον πρέπει να αποδοθεί στον επιμελητή της έκδοσης Κίτσο Μακρή.

[3]. Ξυλογλύπτες.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Οι εποχές των μεγάλων στερήσεων

$
0
0
prosfygikes-paragkes

Προσφυγικές παράγκες στην Φιλιππούπολη. 1960. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα από το βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες», έκδοση 1994, σελ. 98.

Σε πολλά κείμενα αυτής της στήλης που κάθε εβδομάδα σας κάνει συντροφιά εδώ και τρία περίπου χρόνια, περιγράψαμε τη Λάρισα, τα αρχοντικά της, την κοινωνική ζωή των ανθρώπων της και τις προσωπικότητες που ανέδειξε. Περιγράψαμε δηλαδή μια πολιτεία με ιδανικούς κανόνες επιβίωσης. Μεγάλα και όμορφα σπίτια, ευτυχισμένους κατοίκους, με αρκετές ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, καλοντυμένους και με αφθονία και ποικιλία αγαθών. Αυτά βέβαια αναφέρονταν σε μια μικρή ομάδα αστικών οικογενειών, οι οποίες αποτελούνταν από δικηγόρους, ιατρούς, γαιοκτήμονες, μεγαλέμπορους, στρατιωτικούς, εκπαιδευτικούς, κλπ.

Η πλειονότητα όμως των κατοίκων δεν ανήκαν σ’ αυτή την κατηγορία. Υπάλληλοι καταστημάτων, κάθε λογής εργαζόμενοι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, μικροεπαγγελματίες, με 15ωρη καθημερινή εργασία, χωρίς να εξαιρείται η Κυριακή, αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της. Οι άνθρωποι αυτοί που πολλές φορές συντηρούσαν πολυμελείς οικογένειες, μόλις τα έβγαζαν πέρα οικονομικά από μηνιαίο εισόδημά τους. Μάλιστα προπολεμικά, αλλά και μεταπολεμικά, υπήρχαν περίοδοι στερήσεων, όταν η χώρα λόγω πολέμων, πολιτικών εξάρσεων, οικονομικών αποκλεισμών, κλπ., δεν τα πήγαινε καλά και οι στερήσεις έπλητταν συνήθως τις φτωχές κοινωνικά τάξεις. Έζησα μεταπολεμικά αυτές τις καταστάσεις, γιατί μεγάλωσα σε μια πολυμελή οικογένεια με πενιχρά εισοδήματα.

Από τις πρώτες στερήσεις που εμφανίζονται σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές είναι οι καθημερινές διατροφικές συνήθειες. Ο οικογενειακός προϋπολογισμός δεν επέτρεπε πλούτο φαγητών. Σπάνια εμφανίζονταν στο τραπέζι τα κρεατικά. Ακόμα και το κοτόπουλο, μια τόσο φθηνή τροφή σήμερα πλούσια όμως σε ζωικό λεύκωμα, ήταν τότε πολυτέλεια και μόνον όταν αρρώσταινε κάποιος από την οικογένεια έσφαζαν, με την σύσταση του ιατρού, κάποια κότα από το κοτέτσι τους, για να την μαγειρέψουν σούπα και να την δώσουν στον ασθενή. Γενικά το κρέας έμπαινε στο σπίτι μόνον κατά τις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Αποκριές, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο) και εξαιρετικά στη γιορτή κάποιου μέλους της οικογένειας. Οι συνηθισμένες τροφές ήταν ως επί το πλείστον τα όσπρια (φασόλια, φακές, ρεβίθια), τα λαχανικά, τα ζαρζαβατικά, οι λαχανόπιτες, και όλα αυτά με ελάχιστο λάδι. Οι σαλάτες ήταν συνήθως τα χορταρικά, τα οποία οι γυναίκες της οικογένειας μάζευαν από τους αγρούς που υπήρχαν την εποχή εκείνη άφθονοι όχι μόνο στις παρυφές της Λάρισας, αλλά και σε άγονα οικόπεδα στο εσωτερικό της. Τα φρούτα όταν έμπαιναν στο σπίτι κυρίως ήταν καλοκαιρινά (καρπούζια, σταφύλια) και αποτελούσαν μια ευλογία. Τα γλυκά που διέθετε η νοικοκυρά ήταν χειροποίητα, όλα του κουταλιού, ενώ οι σοκολάτες αποτελούσαν συνήθως έπαθλο επιβράβευσης μιας σχολικής επιτυχίας των παιδιών.

Μια άλλη στέρηση πιο εμφανής ήταν το ντύσιμο των φτωχών αυτών ανθρώπων. Τότε οι άνδρες της οικογένειας διέθεταν ένα και μοναδικό κουστούμι για τις επίσημες στιγμές, το οποίο μπορούσε να κρατήσει για μια ζωή. Το κουστούμι αυτό γινόταν υποχρεωτικά από ύφασμα που η ύφανσή του ήταν και από τις δύο όψεις ίδια. Όταν με τον καιρό η μία όψη καταστρεφόταν ή ξέφτιζε, το έδιναν στον ράπτη και το γύριζε από την ανάποδη. Θυμάμαι ότι το πρώτο μου κουστούμι το φόρεσα ως μαθητής γυμνασίου. Ήταν του μεγαλύτερου αδελφού μου, που ο ράφτης χρησιμοποίησε την ανάποδη όψη του υφάσματος και για να το  προσαρμόσει στο ύψος και τις διαστάσεις, μού πήρε τα μέτρα. Στις δοκιμές διαπίστωσα ότι το τσεπάκι του σακακιού όπου συνήθως το στολίζει ένα μαντηλάκι, ήταν δεξιά αντί αριστερά, όπως συνηθίζεται. Στεναχωρήθηκα, σχεδόν έκλαψα, αλλά η μητέρα μου με τον τρόπο της προσπάθησε να με …προσγειώσει στην πραγματικότητα. Σε μια πολυμελή οικογένεια ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι μικρότεροι να φορούν τα ρούχα των μεγαλυτέρων. Τα ευαίσθητα σημεία των κουστουμιών, όπως το καβάλο στα παντελόνια ή οι αγκώνες στα μανίκια, όταν έλιωναν τα αντικαθιστούσαν με μπαλώματα, επιδέξια ραμμένα με το ίδιο ύφασμα που φρόντιζαν να διατηρούν οι ράπτες. Και όταν έφθανε το κουστούμι στο σημείο να καταστραφεί εντελώς, η νοικοκυρά  το έκοβε σε λωρίδες και μαζί με άλλα φθαρμένα υφάσματα τα έδινε και γίνονταν κουρελούδες, τις οποίες έστρωναν στο πάτωμα. Στην παλιά οικογενειακή οικονομία τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Ό,τι συνέβαινε στα αγόρια, το ίδιο γινόταν και στους μεγάλους, τόσο στα επίσημα ρούχα, όσο και στα καθημερινά και στα ρούχα της δουλειάς.

Το ίδιο συνέβαινε και με τα παπούτσια. Συνήθως η αγορά για τα παιδιά γινόταν τις ημέρες του Πάσχα. Θυμάμαι ότι τα φορούσαμε για πρώτη φορά στην λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων και στη συνέχεια τις γιορτινές μέρες που ακολουθούσαν (Μ. Παρασκευή, Λαμπρή, κλπ). Όταν από το πολύ παιχνίδι και την ακαταλληλότητα του εδάφους στους χώρους που παίζαμε μπάλα καταστρέφονταν οι σόλες και τα τακούνια, αναλάμβανε ο τσαγκάρης της γειτονιάς να τοποθετήσει πεταλάκια (μικρογραφία αυτών που τοποθετούσαν στις οπλές των ζώων) για να αντέξουν περισσότερο. Όταν η καταστροφή της σόλας ήταν ανεπανόρθωτη, προστίθενταν νέα. Όταν πάλι από την μακροχρόνια χρήση καταστρέφονταν και τα πανωδέρματα, τότε δουλειά αναλάμβανε ο μπαλωματής, ο οποίος όταν διαπίστωνε φθορά στη μύτη των παπουτσιών, τοποθετούσε τις λεγόμενες μασκαρέτες, ενώ αν η φθορά ήταν στα πλάγια τοποθετούσε φόλες. Έπρεπε με κάθε θυσία να κρατηθούν τα παπούτσια μέχρι το επόμενο Πάσχα. Το ίδιο γινόταν και με τα παπούτσια των μεγάλων.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια την εποχή εκείνη περνούσαν τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας μέσα στο σπίτι. Ίσως έφθαναν μέχρι και το γειτονικό μπακάλικο, όχι πιο πέρα. Με λαχτάρα περίμεναν την Κυριακή και τις γιορτές για να φορέσουν τα καλά τους φουστάνια και να πάνε στην εκκλησία της γειτονιάς όχι μόνον για να λειτουργηθούν, αλλά να δουν κόσμο, να αλλάξουν μερικές κουβέντες με γνωστές και φίλες και  τα κορίτσια να ρίξουν κρυφά βλέμματα στα νεαρά αγόρια, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των γονιών τους.

Ήταν η μοναδική διασκέδαση αυτή η κυριακάτικη έξοδος μέχρι την εκκλησία για τα θηλυκά μέλη της οικογένειας. Τις υπόλοιπες ημέρες τις απασχολούσε η λάτρα του σπιτιού.

Όσο για τις κατοικίες των ανθρώπων αυτών κατά την περίοδο των μεγάλων στερήσεων, η σημερινή φωτογραφία μας δίνει μια αμυδρή εικόνα. Βέβαια εδώ πρόκειται για προσφυγικούς καταυλισμούς που υπήρχαν στην Φιλιππούπολη κατά το 1960, στην περιοχή όπου σήμερα έχουν κατασκευασθεί ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδος και το μέγαρο της Επισκοπής. Αλλά και οι κατοικίες των φτωχών ανθρώπων ήταν τότε πρόχειρες, με αυλές στολισμένες με λουλούδια οι περισσότερες και με απαστράπτουσα καθαριότητα που προέρχονταν από το συχνό ασβέστωμα των τοίχων και των κορμών των δένδρων. Η φτώχεια, φτώχεια, αλλά και η καθαριότητα, καθαριότητα.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET  

Η ανέγερση των σχολικών διδακτηρίων

$
0
0
sapkas-michail

Ο Μιχαήλ Σάπκας με άνετη περιβολή, καταγράφει μεταπολεμικά τις αναμνήσεις του στη βεράντα του σπιτιού του που βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Παναγούλη. Πίσω του διακρίνεται η σκεπή της κατοικίας του ζαχαροπλάστη Κωνσταντινίδη. Ιδιωτική φωτογραφία από το αρχείο της εγγονής του Λίλας Ρίζου.

Το 2013 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Μιχαήλ Σάπκας, ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956). Συγγραφέας του αυτός που χαράσσει τις γραμμές του κειμένου σε τούτη τη θέση της εφημερίδας κάθε εβδομάδα. Στις σελίδες του βιβλίου περιγράφεται η προσωπικότητα, η δραστηριότητα και η εθνική δράση του ανακαινιστή δημάρχου της Λάρισας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, βασισμένα στο προσωπικό του αρχείο που είχε εντοπισθεί την περίοδο εκείνη. Απουσίαζε από το αρχείο μόνον ο φάκελος με τις «Αναμνήσεις» του δημάρχου, που ενώ ήταν γνωστό από άλλες πηγές ότι είχαν γραφεί, δεν είχε κατορθωθεί, για διάφορους λόγους, να εντοπισθεί. Το 2014 ο φάκελος με τα χειρόγραφα κείμενα των «Αναμνήσεων» του Μιχαήλ Σάπκα εντοπίσθηκε και περιήλθε στην κατοχή μου. Είναι μια συλλογή λυτών επίσημων εγγράφων και χειρόγραφων κειμένων του ιδίου, τα οποία ανέρχονται σε 300 περίπου μεγάλες σελίδες. Χωρίζονται σε ομάδες με την εξής σειρά:

-Αναμνήσεις εκ της ανεγέρσεως του Δημοτικού Νοσοκομείου και του Νοσοκομείου

Λοιμωδών Νόσων.

-Αναμνήσεις εκ της εκτελέσεως έργων οδοποιίας εν Λαρίση.

-Αναμνήσεις από την ανέγερσιν των Σχολικών Διδακτηρίων.

-Δημοτική αίθουσα. Μελέτη και έγκρισις ανεγέρσεως ταύτης και ματαίωσις ανεγέρσεως.

-Αναμνήσεις εκ της ιδρύσεως του Ωδείου.

-Αναμνήσεις εκ της ιδρύσεως  Δημοτικής Βιβλιοθήκης.

-Αναμνήσεις εκ της ιδρύσεως Αρχαιολογικού Μουσείου.

-Αναμνήσεις εκ της ιδρύσεως Τουρισμού Λαρίσης.

-Αναμνήσεις από την ανέγερσιν της Δημοτικής Αγοράς.

Από τη σειρά αυτή θα δημοσιευθούν σε συνέχειες αποσπάσματα από τις αναμνήσεις του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα σχετικά με την ανέγερση των Σχολικών Διδακτηρίων. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει το θέμα αυτό σε βάθος, γατί το διαχειρίσθηκε απ’ αρχής μέχρι τέλους και οι απόψεις του έχουν την δέουσα βαρύτητα. Γράφει ο Μιχ. Σάπκας:

«Τα περί την μητροπολιτικήν εκκλησίαν σχολικά διδακτήρια[1], μετά την μεταβολήν υπό των ελληνικών αρχών του εκπαιδευτικού συστήματος, εγκαταλειφθέντα άνευ ουδεμιάς συντηρήσεως και μη τυχόντα ουδεμιάς προσοχής κατερειπώθησαν. Το υπουργείον Παιδείας ηναγκάσθη να προβή εις ενοικίασιν ιδιωτικών οικημάτων προς στέγασιν των Σχολείων, Δημοτικών, Ελληνικού Σχολείου και Γυμνασίου. Ενοικίασε προς τούτο διάφορα μεγάλα τούρκικα οικήματα (Κονάκια) εκ των εγκαταλειφθέντων υπό των μεταναστευσάντων εις Τουρκίαν οθωμανικών οικογενειών των Βέηδων, υπήρχον δε αρκετά τοιαύτα διαθέσιμα λόγω του σχηματισθέντος ρεύματος μεταναστεύσεως των Οθωμανών.

    Δυστυχώς  τα οικήματα ταύτα καίτοι μεγάλα και ευρύχωρα φαινόμενα, ήσαν όλως ακατάλληλα δια Σχολεία, ούτε αιθούσας αναλόγου χωρητικότητος δια τον μέγαν αριθμόν μαθητών εκάστης τάξεως είχον, ούτε τα απαραίτητα παραρτήματα υπήρχον, ούτε ήτο εύκολον εκ του προχείρου να προστεθώσι αναλόγως του αριθμού των μαθητών.

    Μόνον κατά το 1886, ότε έπαυσε λειτουργούν το Διδασκαλείον[2] εγκατεστάθη εις αυτό το Γυμνάσιον. Διενύσαμεν εις αυτό τα Γυμνασιακά μας μαθητικά έτη[3]. Επρόκειτο περί τελείου Διδακτηρίου, πληρούντος πάσας τας εκπαιδευτικάς ανάγκας Γυμνασίου, με υγιεινάς συνθήκας πλήρεις.

    Δυστυχώς το τέλειον τούτο διδακτήριον δεν εξεπλήρωσε επί πολλά έτη την αποστολήν του. Κατά το 1905 ενεπρήσθη το Μέγα Δικαστικόν Μέγαρον Λαρίσης  επί της Πλατείας Θέμιδος, πρώην τουρκικόν Διοικητήριον, οικοδομή μεγαλοπρεπής κοσμούσα την Κεντρικήν Πλατείαν μας. Το υπουργείον Δικαιοσύνης δια την στέγασιν των Δικαστηρίων ευρέθη εις την ανάγκην να ζητήση παρά του Δήμου, ούτινος κτήμα ήτο, το Γυμνάσιον, όπερ επήρκει δια την στέγασιν των δικαστηρίων. Ο Δήμος λόγω της επειγούσης ανάγκης όπως τα δικαστήρια στεγασθούν εις κεντρικήν θέσιν  της πόλεως ίνα μη σκορπισθώσι ταύτα εις διάφορα μεμακρυσμένα σημεία και ίνα αποσοβήση μελετηθείσαν απομάκρυνσιν του Εφετείου εκ Λαρίσης, παρεχώρησε τούτο άνευ ουδεμιάς συμφωνίας.

    Το υπουργείον ίνα καλύψη πάσας τας ανάγκας των δικαστηρίων, προέβη εις ριζικάς επισκευάς και τροποποιήσεις της οικοδομής, δια την δημιουργίαν αιθουσών συνεδριάσεων και ειδικών δικαστικών γραφείων. Ούτω κατέστησε τούτο πλήρες Δικαστικόν Μέγαρον.

    Αι δαπάναι ανήλθον εις 180 περίπου χιλιάδας χρυσάς δραχμάς. Ο Δήμος μη δυνάμενος να καταβάλη κατ’ εκείνην την εποχήν εν τοιούτον ποσόν, αλλά ίσως και πιεσθείς ίνα παγιώση την εγκατάστασιν των Δικαστηρίων εις το κέντρον της πόλεως, παρεχώρησε κατά κυριότητα το Γυμνασιακόν Διδακτήριον μετά του ευρέως περιβόλου του εις το υπουργείον Δικαιοσύνης, ίνα χρησιμοποιηθή ως Δικαστικόν Μέγαρον.

    Δυστυχώς δεν υπάρχουσι αρχεία του Δήμου, καταστραφέντα κατά τας διαφόρους πολεμικάς περιπετείας, ίνα γνωρίσωμεν τας συνθήκας υφ’ άς ενήργησε ο Δήμος την παρχώρησιν ταύτης.

    Το Γυμνάσιον δια τον μεγάλον αριθμόν μαθητών διηρέθη εις δύο τμήματα και προς στέγασιν ενοικιάσθησαν ιδιωτικά οικήματα συνοικιακά, μη πληρούντα τας εκπαιδευτικάς ανάγκας των Γυμνασίων τόσον από απόψεως χωρητικότητος, όσον και από υγιεινής απόψεως. Γενικώς έχομεν να παρατηρήσωμεν ότι η κατάστασις τόσον των Διδακτηρίων των Γυμνασίων, όσον και των λοιπών Σχολείων της πόλεως μετά την απελευθέρωσιν, των τε Δημοτικών και Ελληνικών, ήτο χειρίστη. Η χωρητικότης των αιθουσών ουδέποτε ήτο ανάλογος προς τον αριθμόν των φοιτώντων μαθητών, ο αερισμός αυτών ανεπαρκέστατος εις κυβικόν όγκον αέρος, ανήλια κατά το πλείστον, υγρά και πολλαί τάξεις Δημοτικών Σχολείων εστοιβάζοντο εις υπόγεια δωμάτια ή προθαλάμους, λεγομένους αιθούσας. Θέρμανσις αυτών δεν ήτο δυνατόν να γίνηται τον χειμώνα, ούτε σχετική καθαριότης να κρατείται. Τα πλείστα προερχόμενα εκ τουρκικών οκοδομών ήταν κατασκευασμένα δια ξυλοτύπων άνευ θεμελίων, μη δυνάμενα να δεχθώσι ουδεμίαν σοβαράν επισκευήν ή τροποποίησιν, εστερούντο των αναγκαιούντων αποχωρητηρίων και βάθρων δια τόσον αριθμόν μαθητών. Μετά χρησιμοποίησιν ως Σχολείων επί 2-3 συνεχή έτη εγίνοντο επικινδύνως ετοιμόρροπα και έπρεπε να αντικατασταθώσι.

    Το σπουδαιότερον και κινδυνωδέστερον πάντων ήτο ότι όλα, κατά το μάλλον και ήττον ήσαν ανθυγιεινά. Οι μικροί μαθηταί εισήρχοντο εις αυτά υγιείς και ροδαλοί και εξήρχοντο πολλοί ασθενικοί, ραχιτικοί και σχεδόν προφυματικοί. Ουδέποτε υπήρχον επαρκή θρανία, ούτε επαρκείς περιβόλους δια τα διαλείμματα και την Γυμναστικήν είχον. Εφοιτήσαμεν κατά την παιδικήν μας ηλικίαν είς τινα εξ’ αυτών και τα εγνωρίσαμεν εκ του σύνεγγυς.

    Η διδακτηριακή κατάστασις ήτο απελπιστική και έπρεπε με πάσαν θυσίαν να ανεγερθώσι σχολικά διδακτήρια τουλάχιστον δια τα δημοτικά σχολεία.

(Συνεχίζεται)

——————————————

[1]. Κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας είναι γνωστό ότι βορειοανατολικά του μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου λειτουργούσε ελληνικό Σχολείο. Βλέπε: Κόντη Βούλα, Πληροφορίες του κώδικα του ιερού ναού του αγίου Αχιλλίου για τα Σχολεία της Λάρισας τον 19ο αιώνα, περ. «Ερανιστής», τεύχ. 14, Αθήνα (1977).

[2]. Η παύση του 1886 υπήρξε προσωρινή. Το 1891 το Διδασκαλείο συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι το 1897, οπότε λόγω της προσωρινής κατάληψης της Θεσσαλίας από τους Τούρκους διέκοψε εκ νέου να λειτουργεί. Το 1899 άρχισε μια νέα περίοδος για το Διδασκαλείο, η οποία διεκόπη οριστικά το 1907.

[3]. Η ομολογία αυτή του Σάπκα επιβεβαιώνει τις απόψεις εκείνων που ισχυρίζονταν ότι η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Λάρισα από νωρίς μετά την ενσωμάτωση και αναιρεί προηγούμενα δικά μου λανθασμένα συμπεράσματα.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Η ανέγερση των σχολικών διδακτηρίων (Δ”)

$
0
0
e-dimotiko-en-larissi

Το σχολικό συγκρότημα του Ε΄ Δημοτικού Σχολείου στην πλατεία του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου. Φωτογραφία του 1933 από διαφημιστικό φυλλάδιο του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα που κυκλοφόρησε για τις δημοτικές εκλογές του 1934.

Από τις «Αναμνήσεις» του Μιχαήλ Σάπκα – Δ΄

Συνεχίζεται η παρουσίαση των «Αναμνήσεων» του Μιχαήλ Σάπκα, που αναφέρονται στις προσπάθειες που κατέβαλε κατά τις τρεις δημαρχιακές του θητείες να λύσει το οξύ διδακτηριακό πρόβλημα που είχε την περίοδο εκείνη η Λάρισα. Γράφει:

«Κατά τας γενομένας Δημοτικάς εκλογάς της 25ης Οκτωβρίου 1925 επί δικτατορίας Παγκάλου εξελέγην εκ δευτέρου Δήμαρχος[1]. Μετά την εγκατάστασιν της νέας Δημοτικής Αρχής την 1ην Δεκεμβρίου επελήφθην της εφαρμογής του προγράμματός μου, όπερ εκτός των προβλεπομένων άλλων μεγάλων έργων περιελάμβανε και την ανέγερσιν διδακτηρίων. Η ελεεινή ανθυγιεινή κατάστασις των Σχολείων μοι επέβαλε τούτο ως κατεπείγον θέμα της πόλεως, με το οποίον είχομεν υποχρέωσιν να ασχοληθώμεν εκ των πρώτων, αφού προς τούτο εγένετο η εκποίησις των αστικών κτημάτων του Δήμου, το δε εκ της εκποιήσεως ποσόν είχομεν καταθέσει εις την Εθν. Τράπεζαν με αποκλειστικήν αποστολήν να διατεθή δια την ανέγερσιν Σχολείων. Είχε γνωματεύσει τότε (1917) η συνελθούσα εκπαιδευτική επιτροπή όπως ανεγερθώσι δύο τετρατάξια, δύο διτάξια και εν μονοτάξιον.

    Ήρχισα την σχετικήν προεργασίαν και εκάλεσα και πάλιν την Εκπαιδευτικήν Επιτροπήν εκ του Επιθεωρητού της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, εκ του προέδρου του Σχολικού Ταμείου, του νομομηχανικού και του μηχανικού του Δήμου, παρισταμένων και των διευθυντών των Δημοτικών Σχολείων. Απεφασίσθη όπως προβώμεν εκ των πρώτων εις την ανέγερσιν δύο τετραταξίων Σχολείων, ενός διταξίου και ενός μονοταξίου εις το χωρίον του Δήμου Κουλούρι, όπερ από της απελευθερώσεως εστερείτο Σχολείου.

    Εν παρεκβάσει ενθυμούμαι ότι δια το σχολικόν ζήτημα μετέβην εις το χωρίον Κουλούρι ίνα συνεννοηθώ με τους χωρικούς δια την ανέγερσιν του Σχολείου. Πάντες οι πρεσβύτεροι χωρικοί με ανέμενον εις τον Νάρθηκα της εκκλησίας. Εις ερώτησίν μου αν μανθάνουν τα παιδιά των γράμματα μοι απήντησαν «όλοι ημείς οι γεροντότεροι εμάθαμεν γράμματα, είχαμε δάσκαλον επί τουρκοκρατίας, τώρα τα παιδιά μας αφ’ ότου έγινε Ρωμαίικο, ούτε δάσκαλον έχομεν, ούτε τα παιδιά μας μαθαίνουν γράμματα και γυρίζουν σαν αγρίμια εις τα χωράφια και τους λόγγους». Η απάντησίς των ήτο χαρακτηριστική της απογοητεύσεως υφ’ ήν κατείχοντο. Επιστρέψας εις Λάρισαν είδον αμέσως τον επιθεωρητήν των Δημοτ. Σχολείων αοίδιμον Καλλιγάν, όστις μοι υπεσχέθη ότι αν ο αριθμός των παιδιών αρρένων και θηλέων του χωρίου είναι επαρκής κατά τον υπό του νόμου καθοριζόμενον τοιούτον, θα υπέβαλε αμέσως πρότασιν εις το υπουργείον Παιδείας περί ιδρύσεως Σχολείου. Ο αριθμός των παιδιών ευρέθη πλέον ή επαρκής. Υπεβλήθη αμέσως πρότασις ιδρύσεως μονοταξίου Σχολείου και εγκαίρως ιδρύθη τούτο και ήρχισε την λειτουργίαν του κατά πρώτον εις τον Νάρθηκα της εκκλησίας, με πρώτον διορισθέντα διδάσκαλον τον Αντ. Σπυρόπουλον, φιλοπονώτατον, διδάσκαλος όστις ήτο και ο σύμβουλος του χωρίου εις όλας τας υποθέσεις των. Μεταξύ των πρώτων προς ανέγερσιν Σχολείων του Δήμου ήτο και το μονοτάξιον Σχολείον του χωρίου του Δήμου Κουλούρι.

    Υπό της εκπαιδευτικής επιτροπής ωρίσθη η τοποθέτησις των ανεγερθησομένων Σχολείων. Ούτω ανά έν τετρατάξιον Σχολείον θα οικοδομείτο εις την πλατείαν του Αγίου Κωνσταντίνου και εις την συνοικίαν Φαλήρου παρά την ηλεκτρικήν εγκατάστασιν εις προκαθωρισμένον υπό του Δήμου γήπεδον, επί της οδού Κουμουνδούρου και Φαρμακίδου[2]. Το διτάξιον θα ανεγείρετο εις την Πλατείαν Ν. Φιλιππουπόλεως και το μονοτάξιον θα εκτίζετο εις το χωρίον Κουλούρι. Και εφ’ όσον θα επέτρεπον τα οικονομικά μέσα του Δήμου θα συνεχίζετο με την σειράν και η ανέγερσις άλλων.

    Εξεπονήθησαν υπό της τεχνικής ημών υπηρεσίας αι μελέται, τα σχέδια, συγγραφή υποχρεώσεων και προϋπολογισμοί. Ενεκρίθησαν αύται υπό του Σχολικού Ταμείου, του Δημοτικού Συμβουλίου και διεβιβάσθησαν προς το υπουργείον Παιδείας προς τελικήν έγκρισιν. Απαιτήθησαν τέσσαρες ολόκληροι μήνες ίνα εγκριθώσι αύται υπό του υπουργείου.

    Εν τω μεταξύ εστράφημεν προς το οικονομικόν μέρος του έργου μας και εν πρώτοις εζητήσαμεν από το υπ/μα της Εθν. Τραπέζης την ανάληψιν της καταθέσεως εκ της εκποιήσεως των αστικών Δημοτικών κτημάτων με προορισμόν της ανεγέρσεως Σχολείων. Η Τράπεζα μας επληροφόρησεν ότι πάντες οι αγορασταί των κτημάτων κατέθηκαν τας δόσεις των, αλλ’ ότι η διοικούσα τον Δήμον Δημοτική Επιτροπή κατά το διάστημα της Γαλλικής κατοχής μέχρι της εγκαταστάσεως νομίμου Δημοτικής Αρχής μετά τας βουλευτικάς εκλογάς του 1920 απέσυρε μεγάλα ποσά δια τας ανάγκας του Δήμου επαναστατικώ δικαίω. Εστράφημεν προς την λογιστικήν και ταμειακήν υπηρεσίαν του Δήμου. Αύται με επληροφόρησαν ότι οι αναγκαστικοί νόμοι Πρωτοπαπαδάκη και Παγκάλου περί διχοτομήσεως του χαρτονομίσματος και επενδύσεως των καταθέσεων εις έντοκα γραμμάτια του Κράτους και άλλα χρεώγραφα, εμείωσαν έτι μάλλον την σχολικήν κατάθεσιν. Η εκκαθάρισις δε της καταθέσεως της Τραπέζης απέδωσε μόνον 1.500.000 δρχ., υπόλοιπον της όλης καταθέσεως υπερβαινούσης αρχικώς τα 3.000.000. χρυσών δραχμών. Το Δημοτικόν Συμβούλιον δια της υπ’ αριθ. 5. 4. 1928 πράξεώς του απεφάσισε την ανάληψιν της καταθέσεως και την δραχμοποίησιν των υπαρχόντων χρεωγράφων και εντόκων γραμματίων.

    Καίτοι ο προϋπολογισμός της δαπάνης της ανεγέρσεως των Σχολείων υπερέβαινε τα 3.000.000, απεφασίσθη να γίνη έναρξις της ανεγέρσεως αυτών με τη ελπίδα της δημιουργίας υπό του Δήμου πόρων και των αρωγών του Κράτους. Ο Δήμος διέθηκε τα σχετικά οικόπεδα, συνετάγη η σχετική διακήρυξις και προεκηρύχθησαν δημοπρασίαι. Η ανοικοδόμησις ανελήφθη υπό εντίμου εργολάβου και με αρκετήν μείωσιν των τιμών του συγγραφικού τιμοκαταλόγου. Ούτω ήρξατο το έργον της αποκτήσεως Σχολείων νέων προσαρμοσμένων εις τας εκπαιδευτικάς ανάγκας μας.

    Εν τω μεταξύ και η Ισραηλιτική Κοινότης Λαρίσης έχουσα τελείως ηρειπωμένον το Σχολείον της απεφάσισε την ανοικοδόμησιν νέου. Τα οικονομικά της μέσα ήσαν ανεπαρκή, προερχόμενα μόνον εξ εράνων και τινος αρωγής της διεθνούς Ισραηλιτικής Σιωνικής Οργανώσεως και εζήτησε την αρωγήν του Δήμου. Το Δημοτικόν Συμβούλιον ορμώμενον εξ αλληλεγγύης και ανωτέρου ανθρωπιστικού πνεύματος εδέχθη την αίτησίν της και υπεσχέθη σημαντικήν βοήθειαν, υπό τον όρον όπως η μηχανική υπηρεσία του Δήμου παρακολουθήση την εκτέλεσιν του έργου και την διάθεσιν του χορηγηθησομένου ποσού βοηθείας.

    Η ανοικοδόμησις των Σχολείων μας είχε προχωρήσει αρκετά και εζητήθη η αρωγή του Κράτους ής εδικαιούμεθα. Αύτη μας εχορηγήθη ικανοποιητική και ούτω με το περισωθέν ποσόν της Σχολικής καταθέσεως παρά τη Εθν. Τραπέζη, με χρηματοδότησιν του εργου εκ του Δημοτικού προϋπολογισμού ενισχυθέντος δι ειδικών πόρων και την κρατικήν αρωγήν, επερατώθησαν τα πρώτα Σχολεία της Λαρίσης, των οποίων η ανέγερσις απετέλει βαρείαν υποχρέωσίν μου».

———————————————–

[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Μιχαήλ Σάπκας, ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956), Λάρισα (2013) σελ. 112-114.

[3]. Πρόκειται για το Δ΄ Δημ. Σχολείο. Η περιοχή αυτή μέχρι την σημερινούς δρόμους Λογιωτάτου και Καραθάνου ονομαζόταν Φάληρο.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Η ανέγερση των σχολικών διδακτηρίων

$
0
0
v-dimotiko-larisas-agios-achillios-1970

Η θέση του Β΄ Δημοτικού Σχολείου πάνω στον λόφο. Πίσω του το Ηρώο και μπροστά η μητρόπολη του Αγίου Αχιλλίου. Αεροφωτογραφία του 1970. 

Από τις «Αναμνήσεις» του Μιχαήλ Σάπκα – ΣΤ΄

Στη σημερινή συνέχεια των «Αναμνήσεων» του παλιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, θα παρακολουθήσουμε τους ευφυείς ελιγμούς του ιδίου και των δημοτικών συμβούλων να προσπορισθεί όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα από το δημόσιο, για την ανέγερση μεγαλύτερου αριθμού Σχολικών Διδακτηρίων, ήτοι των Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄, και του Ισραηλιτικού Δημοτικών Σχολείων και του Γυμνασίου. Γράφει Μιχ.  Σάπκας:

Έγκρισις και σύναψις του δανείου

    Μετά τας επιτυχείς ταύτας ενεργείας μου παρά τω υπουργείω Παιδείας επέστρεψα εις Λάρισαν και εκάλεσα αμέσως εις συνεδρίασιν το Δημοτικόν Συμβούλιον, εις ό ανεκοίνωσα τα ευχάριστα αποτελέσματα των ενεργειών μου, παρεκάλεσα δε να ψηφίση και εις την δευτέραν ταύτην συνεδρίασιν την σύναψιν του Σχολικού δανείου εκ 4.000.000 δρχ. κατά τας διατάξεις του άρθρ. 126 του Κώδικος Δήμων και Κοινοτήτων. Το Συμβούλιον ενέκρινε παμψηφεί τας ενεργείας μου και εψήφισε εκ δευτέρου την σύναψιν του δανείου εκδοθέντος του σχετικού ψηφίσματος αυτού. Συνάμα παρεκάλεσε να υποβάλω τας ευχαριστίας του δια την ταχείαν και αποτελεσματικήν επίλυσιν του σπουδαιοτάτου τούτου σχολικού ζητήματος της πόλεώς μας.

    Μετά την ληφθείσαν ανωτέρω απόφασιν υπέβαλα προς την Εθν. Τράπεζαν και το υπουργείον των Εσωτερικών σχετικάς αιτήσεις περί χορηγήσεως δανείου, συνυποβάλων και όλα τα σχετικά στοιχεία. Εντός ολίγων ημερών ενεκρίθη και εκλήθην προς υπογραφήν του σχετικού συμβολαίου. Το Δημ. Συμβούλιον και η Δημαρχιακή επιτροπή με εξουσιοδότησε προς τούτο και ούτω υπεγράφη και τούτο και μας εχρηγήθη το δάνειον. Το ποσόν του δανείου ετέθη εις την διάθεσιν του Δήμου και κατετέθη εις το υπ/μα της Εθν. Τραπέζης.

    Η διεύθυνσις της αρχιτεκτονικής υπηρεσίας του υπουργείου έλαβεν εντολήν του Κου υπουργού να επισπεύση την εκπόνησιν των σχετικών μελετών, σχεδιαγραμμάτων και προϋπολογισμών, εν συνεννοήσει δε με τον Δήμον να εξευρεθούν τα κατάλληλα οικόπεδα εις τας ενδεδειγμένας συνοικίας της πόλεως.

Εξεύρεσις και αγορά οικοπέδων

Το ζήτημα της εξευρέσεως οικοπέδων καταλλήλων με απησχόλησεν αρκετά, άλλως τε ήτο σοβαρόν και από οικονομικής απόψεως. Εν συνεργασία με την εκπαιδευτικήν επιτροπήν και την μηχανικήν υπηρεσίαν του Δήμου καθορίσθησαν αι θέσεις εις άς έπρεπε να τοποθετηθούν τα Σχολεία.

    Ούτω το Βον Δημοτικόν τοποθετήθη εις την Πλατείαν Φρουρίου παρά τον Άγιον Αχίλλειον, προωρισμένον δια τους μαθητάς των πέριξ συνοικιών, το Γον προς την συνοικίαν των Σιδηροδρομικών Σταθμών εις το τέρμα των οδών Ιάσονος και Βασ. Κωνσταντίνου, το ΣΤον επί της οδού 31 Αυγούστου, απέναντι του Δημοτικού Νοσοκομείου και εις αρκετήν απ’ αυτού απόστασιν, το Ζον εις την συνοικίαν Αγίου Αθανασίου απέναντι και εις αρκετήν απόστασιν από του Στρατιωτικού Νοσοκομείου. Ούτω τοποθετούμενα τα Σχολεία μας, μετά των δύο νέων τετραταξίων της συνοικίας Αγίου Κωνσταντίνου παρά την εκκλησίαν και της συνοικίας Φαλήρου επί της οδού Κουμουνδούρου παρά την ηλεκτρικήν εγκατάστασιν[1], θα εξυπηρέτουν πληρέστατα τους μικρούς μαθητάς όλης της πόλεως. Το Γυμνάσιον ετοποθετείτο επί της οδού Ηπείρου όπου σήμερον ίσταται απέναντι του Σχολικού Γυμναστηρίου. Η τοποθέτησις αυτού εγένετο εις την άκραν της πόλεως[2] τη επιμόνω απαιτήσει του Γυμνασιάρχου και της Σχολικής Επιτροπής του Γυμνασίου ίνα είναι πλησίον και ακριβώς απέναντι του Γυμναστηρίου.

    Από οικονομικής απόψεως επεδιώξαμεν να λύσωμεν επωφελώς υπέρ του Δήμου το ζήτημα. Δια το Γον και ΣΤον Σχολείον επετύχομεν ανταλλάξιμα οικόπεδα του απαιτουμένου και πλέον εμβαδού εις καλήν και λογικήν τιμήν των 350.000 δρχ. έκαστον, πληρωτέον εις δόσεις εντός τριακονταετίας χρεολυτικώς, δια το Βον ηγοράσαμεν παρ’ ιδιωτών αντί 300.000 περίπου δρχ. και δια το Ζον όπερ ήτο επίσης επαρκές αντί 150.000 δρχ., καταβλητέων των τιμημάτων αμφοτέρων άμα τη υπογραφή των συμβολαίων. Τας ενεργείας δια την εξεύρεσιν των οικοπέδων εκάναμεν άνευ θορύβου, διότι ήσαν πολλοί οίτινες κατέβαλον πολιτικάς ενεργείας ίνα προτιμηθώσι τα οικόπεδά των. Αι δε απόπειραι ενεργείας της αγοράς δια δημοπρασίας εκρίθη ασύμφορος δια την ταχυτέραν έναρξιν των έργων.

    Η εκλογή των ανωτέρω οικοπέδων ενεκρίθη υπό της εκπαιδευτικής επιτροπής και συγχρόνως εκλήθη το Δημοτικόν Συμβούλιον προς έγκρισιν της αγοράς αυτών, παρεκλήθη δε και ο τότε Νομάρχης αοίδιμος Ν. Κρίτσας ίνα παραστή κατά την συνεδρίασιν και προβή αμέσως εις την έγκρισιν της αποφάσεως του Δημοτ. Συμβουλίου. Αι εγκρίσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και του Νομάρχου εδόθησαν, και συγχρόνως υπεγράφησαν τα πρακτικά της συνεδριάσεως και τα σχετικά ψηφίσματα.

    Είχομεν λόγους να κάμωμεν την εσπευσμένην ταύτην ενέργειαν, διότι ο Δήμος Παγασών[3] ζητήσας δια του τύπου την προσφοράν οικοπέδων δεν κατόρθωσε να επιτύχη την αγοράν τοιούτων, ισχυρισθέντος του Δημάρχου Παγασών ότι δεν δέχεται διευκολύνσεις παρεχομένας παρά Κυβερνήσεως αντιπολιτευομένης αυτόν, φαίνεται μάλλον δια να αποφύγη δυσαρεσκείας και ψυχρότητας φίλων του προσφερόντων οικόπεδα εις τιμάς ασυμφόρους δια τον Δήμον των. Δεν έγένετο χρήσις του δανειακού κονδυλίου υπό του Δήμου Παγασών και βραδύτερον μέρος αυτού διετέθη δια την αποπεράτωσιν των Σχολείων Λαρίσης.

Δημοπρασία δι’ ανέγερσιν Σχολείων

    Μετά την πλήρη συμπλήρωσιν των μελετών προεκηρύχθη δημοπρασία δια την ανοικοδόμησιν του 2ου Δημοτικού Σχολείου παρά την Πλατείαν του Φρουρίου, όπερ ήτο εκ των μεγαλυτέρων, με ενσφραγίστους προσφοράς. Τελευταίος μειοδότης ανεδείχθη ο μηχανικός Κωνστ. Μιχαλέας με συμφερούσας τιμάς και κατεκυρώθη εις αυτόν, εγκριθείσης ταύτης και υπό του Δημοτικού Συμβουλίου. Προκειμένου κατόπιν να γίνη δημοπρασία και δια τα άλλα Σχολεία υπεβλήθη υπό του κ. Μιχαλέα[4] αίτησις όπως τω ανατεθή η οικοδόμησις και των άλλων Σχολείων υπό τους αυτούς όρους. Τα Δημοτικόν Συμβούλιον εφ’ όσον οι όροι της προηγηθείσης δημοπρασίας ήσαν συμφέροντες εδέχθη την αίτησιν, παρά την αντίδρασιν 1-2 δημοτικών συμβούλων, ηθέλησε να κερδίση καιρόν και να προλάβη παρελκύσεις εκ της επαναλήψεως νέας δημοπρασίας δι’ έκαστον Σχολείον. Ενέκρινε την ανάθεσιν της οικοδομήσεως και των άλλων Σχολείων υπό τους αυτούς όρους εις τον κ. Μιχαλέαν. Η απόφασις του Δημοτ. Συμβουλίου ετηλεγραφήθη εις το υπουργείον Παιδείας όπερ απεδέχθη ταύτην.

    Δια της ληφθείσης αποφάσεως εγένετο συγκεντρικωτέρα η εργασία και η επίβλεψις  αυτής, αλλά και αρκετή οικονομία προέκυπτε εις τα υλικά, ελάμβανε δε η ανοικοδόμησις ταχύτερον ρυθμόν. Η χρηματοδότησις του εργολάβου εγένετο εκ του εν Λαρίση υπ/ματος της Εθνικής Τραπέζης, όπου ήτο κατατεθειμένον το δάνειον και η αρωγή του υπουργείου Παιδείας.

    Η Ισραηλιτική Κοινότης έκαμε και αυτή έναρξιν της οικοδομής του Σχολείου της και δεν ελησμόνησεν την υπόσχεσιν του Δήμου όπως τη παράσχη χρηματικήν ενίσχυσιν και αναλάβει την παρακολούθησιν και την επίβλεψιν του έργου δια της μηχανικής υπηρεσίας του. Ο Δήμος ανέλαβε ταύτην δια δε του υπ’ αριθμ. 34 της 29ης.10.1929 ψηφίσματος ενέκρινε την χορήγησιν αρωγής 180.000 δρχ., καταβαλομένων κατόπιν πιστοποιήσεων του μηχανικού του Δήμου βάσει των εκτελουμένων έργων.

(Συνεχίζεται)

————————————————

[1]. Πρόκειται για το Δ΄ Δημοτικό Σχολείο, που βρισκόταν απέναντι από τις εγκαταστάσεις της ΕΥΗΛ (Εταιρείας Υδρεύσεως Ηλεκτρισμού Λαρίσης). Στην ίδια θέση βρίσκεται και σήμερα, απέναντι από το θέατρο ΟΥΗΛ.

[2]. Την περίοδο εκείνη (1929) η κατοικημένη περιοχή της πόλεως στο σημείο αυτό σταματούσε λίγα μέτρα δυτικότερα από την σημερινή οδό Παπαναστασίου.

[3]. Έτσι ονομαζόταν τότε ο Δήμος Βόλου.

[4]. Φαίνεται ότι ο Κων. Μιχαλέας από την Αθήνα ήταν ο ευνοούμενος εργολάβος του Μιχαήλ Σάπκα. Ως γνωστόν, ο ίδιος ανέλαβε αργότερα και την κατασκευή της Δημοτικής Αγοράς.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Περιγραφή της Λάρισας του 1805

$
0
0
larissa-1805

Λάρισα. Λιθογραφία του Pomardi. 1805. Από το βιβλίο του Edward Dodwell  “A Classical and Topographical Tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806”.

Πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε για την ιστορία της Λάρισας κατά την διάρκεια των χρόνων της τουρκοκρατίας προέρχονται από τις αφηγήσεις ξένων, οι οποίοι την επισκέφθηκαν για διάφορους λόγους. Άλλοι για την εντόπιση αρχαιολογικών τόπων και την ανεύρεση αρχαιολογικών μνημείων και άλλοι για λόγους αρχαιοκαπηλίας ή και κατασκοπείας. Υπήρχαν και οι βλαστοί ευγενών οικογενειών της Ευρώπης οι οποίοι, μετά το τέλος των σπουδών τους και σαν καρπό των προσπαθειών τους, απολάμβαναν το «grand tour» όπως ονομαζόταν το μεγάλο ταξίδι τους στις χώρες της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου, για να γνωρίσουν τον πανάρχαιο πολιτισμό τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς επιστρέφοντας στην πατρίδα κατέγραφαν τις αναμνήσεις τους και τις κυκλοφορούσαν σε βιβλία, τα οποία φρόντιζαν να τα εμπλουτίσουν με απεικονίσεις περιοχών που επισκέφθηκαν.

Η Λάρισα ήταν για πολλούς εξ αυτών ένας εκ των βασικών προορισμών. Ο μυθικός Όλυμπος, τα γραφικά Τέμπη, ο μυστηριακός κόσμος των απρόσιτων μονών των Μετεώρων και η ιστορία της πόλεως, την καθιστούσαν σταθμό των ταξιδιών τους.

Ένας από του πολλούς επισκέπτες της Λάρισας ήταν και ο άγγλος Edward Dodwell (1767-1832). Είχε σπουδάσει φιλολογία και αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο του Cambridge και επισκέφθηκε την Ελλάδα τρεις φορές, το 1801, το 1805 και το 1806. Στα δύο τελευταία ταξίδια του συνοδευόταν και από τον ιταλό ζωγράφο Simone Pomardi (1760-1830). Τις εντυπώσεις από τα ταξίδια του αυτά τις  δημοσίευσε το 1819 στο Λονδίνο σε δύο βιβλία[1].

Ο Dodwell βρέθηκε στη Λάρισα τον Φεβρουάριο του 1805. Ιδού πως την περιγράφει: «…μπήκαμε στην αρχαία και την τωρινή πρωτεύουσα της Θεσσαλίας και μετά από είκοσι λεπτά φθάσαμε στο σπίτι του μητροπολίτη[2] Οι Τούρκοι της Λάρισας είναι πιο υπερόπτες και αναιδείς από ότι σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Τους Έλληνες τους μεταχειρίζονται με ασυνήθη σκληρότητα και τυραννικά. Οι χριστιανοί έχουν εδώ μόνον ένα ναό, τον καθεδρικό ναό και ο μητροπολίτης τους[3]έχει φύλακες δύο Τούρκους, τους οποίους παραχωρεί η κυβέρνηση… Μόνον λίγα ερείπια της αρχαίας πόλεως είναι ορατά. Είναι όμως πιθανόν να υπάρχουν περισσότερα στους κήπους και στα τούρκικα σπίτια, που είναι απαγορευμένοι χώροι για τους ξένους… Δεν  υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ελλάδα τόσο μεγαλοπρεπή τζαμιά όσο στη Λάρισα, τα οποία χωρίς αμφιβολία θα κοσμούνται με πλούσια μάρμαρα, τμήματα από αρχαίες επιγραφές και από ανάγλυφα… Η Λάρισα εφοδιάζεται με καλά προϊόντα. Τα παζάρια και το μπεζεστένι της προσφέρουν στην πόλη πληθώρα αγαθών. Οι πολυάριθμοι κήποι, της δίνουν τον αέρα μάλλον ενός μεγάλου χωριού και τα σπίτια της είναι κτισμένα με την γραφική ασυμμετρία, η οποία είναι τόσο γνωστή στην Τουρκία. Οι κήποι της στολίζονται με βρύσες, με σιντριβάνια και με πάμπολλα είδη δέντρων , ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα κυπαρίσσια. Ο Πηνειός ο οποίος περιρρέει την πόλη έχει θολά νερά και ήρεμη ροή. Κοντά στο αρχιεπισκοπικό οίκημα υπάρχει μια πέτρινη καλοκτισμένη γέφυρα με οκτώ[4] οξυκόρυφα τόξα, ενώ η δεξιά όχθη του ποταμού στολίζεται με το μεγάλο και κομψό τζαμί του Χασάν μπέη. Ο Πηνειός έχει πάντοτε νερό, μολονότι το καλοκαίρι είναι σχετικά λίγο. Τον χειμώνα όμως, μετά τις πολλές βροχές και το λιώσιμο του χιονιού που σκεπάζει την Πίνδο, ο ποταμός ξεχειλίζει και τα ορμητικά νερά του παρασέρνουν τα σπίτια της πόλεως και πλημμυρίζουν τα γύρω πεδινά μέρη. … Η Λάρισα είναι το πρώτο μέρος στην Ελλάδα όπου συναντήσαμε καμήλες. Τα ζώα αυτά δεν είναι πολύ γνωστά στον ελληνικό χώρο, αλλά όμως είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη Μακεδονία και τη Θράκη»[5]

Εκτός από τις προσωπικές εντυπώσεις που καταγράφει ο Dodwell, ενδιαφέρον για την πόλη μας παρουσιάζουν και δύο χαρακτικά που έχει δημοσιεύσει στα βιβλία του. Το ένα, αυτό που συνοδεύει το σημερινό κείμενο, δημοσιεύεται στο οδοιπορικό του και είναι σχεδιασμένο από τον Pomardi[6]. Ας δούμε πως περιγράφει την επεισοδιακή σχεδίαση του ο συγγραφέας: «Ζωγραφίζαμε στη γέφυρα του Πηνειού, έχοντας ως συνοδούς δύο Τούρκους στρατιώτες. Αυτοί είχαν διαταγή να κρατούν μακριά μας τον κόσμο, γιατί αλλιώς αν ήμασταν μόνοι θα μας περιτριγύριζε. Μερικοί Έλληνες της ανώτερης τάξης έτυχε να περνούν από τη γέφυρα. Λόγω του ντυσίματός μας αλλά και της απασχόλησής μας, στάθηκαν σε κάποια απόσταση και μας περιεργάζονταν. Οι Τούρκοι τότε, χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση άρχισαν να τους πετούν πέτρες. Μια απ’ αυτές κτύπησε έναν Έλληνα στο κεφάλι και τον πλήγωσε. Έφυγε όμως χωρίς να βγάλει μιλιά».

Όπως γίνεται αντιληπτό ο Pomardi στάθηκε στη δεξιά όχθη του Πηνειού, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου. Η όχθη φαίνεται αδιαμόρφωτη και καλύπτεται με χαμηλή βλάστηση. Μπροστά δύο άτομα κινούνται ανάμεσα στους θάμνους με κατεύθυνση προς την κοίτη του ποταμού, προφανώς για. Στην απέναντι όχθη και κοντά στη γέφυρα, ομάδα πέντε γυναικών καθαρίζει στα νερά του Πηνειού τα ρούχα που μεταφέρουν καμήλες. Ψηλότερα και προς τα αριστερά, πάνω σε ύψωμα, στέκει επιβλητικό το τζαμί του Χασάν μπέη, το μεγαλύτερο και επισημότερο τζαμί της πόλεως και κατά την ομολογία του Dodwell, το ομορφότερο του ελληνικού χώρου. Δεξιά απεικονίζεται η μονή του τάγματος των Μεβλεβήδων, των γνωστών και ως στροβιλιζόμενων δερβίσηδων. Τα δύο αυτά οθωμανικά κτίρια τα συνδέει η λίθινη πολύτοξη γέφυρα του Πηνειού, την οποία θαύμαζαν όλοι οι ταξιδιώτες μέχρι τον Απρίλιο του 1941 που ανατινάχθηκε. Στο βάθος διακρίνονται κάποιες κατοικίες του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγίου Αθανασίου), ενώ πιο πέρα διαγράφεται η πορεία του Πηνειού, καθώς έρχεται από δυτικά.

Το χαρακτικό αυτό του Pommardi αναδεικνύει τη χάρη και την πλαστικότητα της πέτρινης   γέφυρας του Σαλαμβριά, διακρίνεται για την ευκρίνεια και την προοπτική του τοπίου και προσφέρει μια ιδιαίτερη αισθητική απόλαυση.

————————————-

[1]. Edward Dodwell, A Classical and Topographical Tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806, London, 1819. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το λεύκωμα Views in Greece from drawings by Edward Dodwell.

[2]. Όλοι οι ξένοι περιηγητές περνούσαν από το Επισκοπείο για να χαιρετήσουν τον μητροπολίτη της Λάρισας, οι περισσότεροι δε εξ’ αυτών φιλοξενούνταν κιόλας στους χώρους του, μια που δεν υπήρχε άλλος πιο ευπρεπής χριστιανικός χώρος διαμονής στην πόλη. Βλέπε και Παπαθεοδώρου Νικόλαος, «Παραξενεύθηκα από τον μεγάλο αριθμό των Νέγρων». Ο Henry Holland περιγράφει τη Λάρισα του 1812, εφ. Larissanet, φύλλο της 10ης Οκτωβρίου 2014.

[3]. Μητροπολίτης Λαρίσης το 1805 ήταν ο Διονύσιος Ε΄ ο Καλλιάρχης (1791-1806).

[4]. Ο Dodwell δεν τα μέτρησε καλά. Τα τόξα ήταν εννέα.

[5]. Edward Dodwell, Η Λάρισα στις αρχές του 19ου αιώνα, παρουσίαση Dr. Rudiger Schneider Berrenberg, μετάφραση Τόμης Αλεξόπουλος, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 21, Λάρισα (1992) σελ. 177-181.

[5]. Ο Pomardi εκτός από 600 σχέδια που έκανε για τον Dodwell, κυκλοφόρησε και  αυτός ένα οδοιπορικό με δικά του χαρακτικά.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET


Ο Πηνειός τόπος μαρτυρίου των χριστιανών κατά την τουρκοκρατία

$
0
0
pineios-charaktiko-1897

Η λίθινη γέφυρα που συνδέει τις όχθες του Πηνειού. Χαρακτικό του 1897.

Ο Πηνειός ποταμός συντροφεύει γεωλογικά τη Λάρισα από χιλιάδες χρόνια και η ιστορία της πόλεώς μας έχει ταυτισθεί διαχρονικά με την ύπαρξή του. Αν προσέξει κάποιος τη διαδρομή του ποταμού καθώς διασχίζει την πόλη, θα διαπιστώσει ότι δημιουργείται γύρω από την σημερινή περιοχή της συνοικίας Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα) μια μεγάλη καμπύλη στη πορεία του, η οποία φαίνεται σαν να την αγκαλιάζει. Ο Πηνειός όλα αυτά τα χρόνια ήταν για την Λάρισα ευλογία, αλλά και συμφορά. Ευλογία γιατί τα νερά του λίπαιναν τα εδάφη και τα καθιστούσαν εύφορα και συμφορά γιατί οι συχνές πλημμύρες κατέστρεφαν την πόλη, ιδίως τις παραπήνειες περιοχές, προκαλούσαν πολλά θύματα και προξενούσαν ανυπολόγιστες ζημιές στις καλλιέργειες.

Κατά τη διάρκεια των 458 χρόνων της τουρκοκρατίας ο Πηνειός είχε για τους υπόδουλους και έναν άλλο οδυνηρό προορισμό, την εκτέλεση των χριστιανών όταν για οποιαδήποτε αιτία καταδικάζονταν από τα οθωμανικά δικαστήρια. Οι καταδίκες σε θάνατο ήταν οι συνηθέστερες ποινές ακόμα και για απλά πταίσματα, και αυτό για καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς. Δημευόταν η περιουσία του καταδικασμένου και περιερχόταν απ’ ευθείας στην ιδιοκτησία του πασά της Λάρισας. Όπως ήταν φυσικό η διαδικασία αυτή απέφερε στον Τούρκο προύχοντα αμύθητα πλούτη.

Την θανατική ποινή εκτελούσαν με διάφορους και πολλές φορές ευφάνταστους τρόπους. Ο στραγγαλισμός, ο αποκεφαλισμός με τσεκούρι ή γιαταγάνι και ο απαγχονισμός ήταν ακαριαίοι και κατά κάποιο τρόπο «ευεργετικοί» θάνατοι. Η παράδοση αναφέρει ότι στη σημερινή γωνία των οδών Βενιζέλου και Ηφαίστου υπήρχε κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας ένας μεγάλος πλάτανος, από τα κλαδιά του οποίου κρεμούσαν πολλούς χριστιανούς κατάδικους. Η εκτέλεση αυτή γινόταν δημόσια προς παραδειγματισμό. Υπήρχαν όμως και μαρτυρικοί τρόποι εκτελέσεως, η αναφορά των οποίων προξενεί ακόμα και σήμερα δέος και αποτροπιασμό. Ο Αλή πασάς στα Ιωάννινα αγκίστρωνε βαθειά σε μυτερά τσιγκέλια τους μελλοθάνατους. Με το βάρος του σώματος ξεσκίζονταν οι σάρκες και τα σπλάγχνα τους και οι άνθρωποι αυτοί βασανίζονταν για πολλές ώρες μέχρις ότου να ξεψυχήσουν. Στη Λάρισα εφαρμοζόταν και η ποινή του πνιγμού στο ποτάμι, αλλά με ιδιαίτερα βάρβαρο τρόπο και ενώπιον του μουσουλμανικού κοινού. Ειδικοί τελάληδες περιέτρεχαν στις συνοικίες της πόλεως και προειδοποιούσαν τους κατοίκους, οι οποίοι κατέκλυζαν την γέφυρα και τις όχθες του Πηνειού για να απολαύσουν την καταδίκη. Εξ άλλου η θανάτωση ενός «άπιστου» με τρόπο μαρτυρικό αποτελούσε για τους κατακτητές ένα συγκλονιστικό θέαμα. Ο μελλοθάνατος μεταφερόταν στο κέντρο της γέφυρας και αφού του αφαιρούσαν τα ρούχα και του έδεναν χέρια και πόδια, τον στρίμωχναν σε ένα τσουβάλι. Έδεναν σφιχτά το στόμιο και δύο χειροδύναμοι δήμιοι τον σήκωναν ψηλά και από το ύψος της γέφυρας τον πετούσαν, υπό τις ιαχές του πλήθους, μέσα στο νερό. Ο εγκλωβισμένος κατάδικος δεν είχε καμία πιθανότητα επιβίωσης και ο πνιγμός του ήταν μαρτυρικός. Δεν απέμενε πλέον παρά μόνον η αναζήτηση του πτώματος από τους συγγενείς την επομένη του πνιγμού, για να κηδευθεί και να ενταφιασθεί σύμφωνα με τα χριστιανικό τελετουργικό.

Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός δημοσίευε από το 1968 μέχρι το 1983 κείμενα με ιστορικές αναμνήσεις στις εφημερίδες «Λάρισα» και «Ελευθερία», με τίτλο «Η Λάρισα που χάθηκε». Σε ένα απ’ αυτά περιγράφει έναν άλλον περίεργο τρόπο πνιγμού στα νερά του Πηνειού που λέγεται ότι εφάρμοσε ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Δ΄ όταν βρισκόταν στην Λάρισα το 1668-1669. Ο τρόπος αυτός έδινε όμως κάποια μικρή δυνατότητα στον μελλοθάνατο να επιβιώσει. Γράφει ο Περραιβός σχετικά:  «Όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να κυριεύσουν την Κρήτη που κατεχόταν από τους Ενετούς, ο τότε Σουλτάνος μετέφερε την έδρα του από την Κωνσταντινούπολη στη Λάρισα. Δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή χρονολογία, αλλά θαρρώ πως ήταν το 1680 (ήταν το 1668). Οι Ενετοί και μαζί με αυτούς και οι Κρήτες αντιστάθηκαν για κάμποσο διάστημα, αλλά τελικά υπέκυψαν γιατί η υπεροχή των Τούρκων ήταν συντριπτική. Οι κατακτητές δεν συγχώρεσαν τους Κρήτες που συντάχθηκαν με τους Ενετούς και όσους δεν χάλασαν (δηλ. σκότωσαν) επί τόπου, τους μετέφεραν στην ηπειρωτική Ελλάδα για να τους έχουν σκλάβους τους. Τους καπεταναίους τους έφεραν στη Λάρισα για να τους τιμωρήσει ο Σουλτάνος. Για να έχει την χαρά της εκδικήσεως σοφίσθηκε τον εξής τρόπο θανατώσεως. Έβαλε και έκοψαν μεγάλα καβάκια[1] με κορμούς ευθύτατους και κυλινδρικούς. Τους κορμούς αυτούς τους έδεσαν κορυφή με κορυφή και έτσι σχημάτισαν ένα μακρότατο μονόξυλο, που έπιανε από τη μια ίσαμε την άλλη όχθη του Πηνειού. Το στερέωσαν με πασσάλους και μια ορισμένη ημέρα κάλεσε τους ομοθρήσκους του να απολαύσουν θέαμα συναρπαστικό. Ο ίδιος με τους αυλικούς και τους αξιωματούχους του πήρε θέση σε μια εξέδρα πάνω στην γέφυρα. Έπειτα κουβαλήθηκαν οι Κρήτες καπεταναίοι και παρατάχθηκαν στην δεξιά όχθη. Την ίδια ώρα οι ντελάληδες (κήρυκες) βροντοφωνούσαν:

–Όποιοι από τους Γκιαούρηδες μπορέσετε να περάσετε πάνω από την μονόξυλη γέφυρα και φθάσετε στην απέναντι όχθη, ο πολυχρονεμένος μας Πατισάχ σας χαρίζει την ζωή και είστε ελεύθεροι να πάτε όπου θέλετε.

Το ποτάμι ήταν ξέχειλο και καθώς κυλούσε με ορμή, κουνούσε το μονόξυλο. Παρ’  όλο αυτό, η ελπίδα να επιζήσουν έκαμε τους Κρήτες να αρχίσουν το πέρασμα. Ο πρώτος δεν έκανε παρά λίγα βήματα. Δεν μπόρεσε να ισορροπήσει και έπεσε. Ο Σαλαμπριάς[2] τον έφαγε. Την ίδια τύχη είχαν και οι άλλοι που ακολούθησαν. Τα πλήθη αλάλαζαν ξέφρενα καθώς έβλεπαν τους λεβεντόκορμους Κρητικούς να πνίγονται ο ένας μετά τον άλλον. Ένας όμως απ’  αυτούς τα κατάφερε να ισορροπήσει και έφθασε στην άλλη όχθη, οπότε άκουσε μυριόστομη την κραυγή:

–Γχιτ κιοπέκ (Φύγε σκύλε).

Και αυτός έφυγε τρέχοντας. Πήρε τα βουνά και έφθασε στο Λειβάδι Ελασσόνος, όπου αφηγήθηκε την περιπέτειά του. Εκεί βρήκε στοργή και αγάπη από του κατοίκους και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Λεγόταν Συνεφάκης. Απόγονοι αυτού του τυχερού Κρητικού υπάρχουν και σήμερα. Άλλοι φέρουν το επώνυμο Συνεφάκης και άλλοι Παπασυνεφάκης»[3].

Ωραίες παραδοσιακές ιστορίες, που μπορεί μεν να μην είναι εντελώς αληθινές, όμως στην αφήγησή τους κρύβουν βαθειά τους καημούς και τα πάθη των χριστιανών της τουρκοκρατίας.

————————————————–

[1]. Είναι οι γνωστές λεύκες, δένδρα με ψηλό και ίσιο κορμό, τα οποία αναπτύσσονται σε υγρά μέρη, κυρίως στις όχθες των ποταμών.

[2]. Σαλαμπριάς είναι η μεσαιωνική ονομασία του Πηνειού, γνωστή ακόμα και σήμερα στους παλαιότερους. Οι Τούρκοι ονόμαζαν τον Πηνειό Κιοστέμ, από παραφθορά της λέξεως Λυκοστόμιο.

[3]. Βλέπε: Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Ιστορίες σχετικές με τον Πηνειό, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 2ας Φεβρουαρίου 1981.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ.  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Το καφενείο «Παράδεισος»

$
0
0
καφενειο παράδεισος

Το καφενείο «Παράδεισος» στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Πλατείας. Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Ιωάννη Κουμουνδούρου. 1935 περίπου.

Στο σημερινό κείμενο θα περιγράψουμε την διαδοχική πορεία που είχε οικοδομικά η γωνία των σημερινών οδών Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Πλατείας, από την ημέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας το 1881 μέχρι και σήμερα.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στη γωνία αυτή υπήρχαν διάφορα μικρά οικήματα, μεταξύ των οποίων και δύο ισόγεια κτίσματα. Το ένα απ’ αυτά στέγαζε το Συμβολαιογραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου. Ο δικηγόρος Ανδρέας Ροδόπουλος είχε έλθει οικογενειακώς το 1881 από την Πάτρα στη Λάρισα, γιατί οι απολαβές από την εργασία του ως συμβολαιογράφου ήταν την περίοδο εκείνη στη Λάρισα ιδιαίτερα ελκυστικές[1]. Δίπλα από το Συμβολαιογραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου είχε εγκατεστημένα τα τυπογραφεία και τα γραφεία της η εφημερίδα «Σάλπιγξ». Ιδρυτής και αργότερα διευθυντής της υπήρξε ο Μιχαήλ Τσόγκας. Το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου 1889[2]. Ήταν εβδομαδιαία εφημερίδα, καλοστημένη, με πλούσιες τοπικές ειδήσεις και έπαιξε στον καιρό της σημαντικό ρόλο στην πρόοδο και τη ανάπτυξη της Λάρισας.

Κάποια στιγμή, πιθανόν μετά την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλία τον Μάϊο του 1898, ολόκληρος ο χώρος με τα οικήματα στη γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα περιήλθαν κατόπιν αγοράς στην ιδιοκτησία του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Μανεσιώτη, ο οποίος τα κατεδάφισε και στη θέση τους έκτισε ένα τεράστιο επίμηκες ισόγειο κτίσμα με πρόσοψη προς την πλατεία. Η πλευρά που έβλεπε στην πλατεία είχε οκτώ μεγάλα ανοίγματα (πόρτες) με τοξοειδείς απολήξεις και στους χώρους αυτούς στεγαζόταν εκτός από το συμβολαιογραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου και το Καφενείον-Ζαχαροπλαστείον «Τα Τέμπη» του Λ. Αντωνιάδου.

Στη δεκαετία του 1910 ολόκληρος ο τεράστιος αυτός χώρος στέγασε το περίφημο καφενείο «Παράδεισος». Ήταν ένα από τα παλαιότερα και διασημότερα καφενεία της Λάρισας. Όμως οι ενοικιαστές του «Παραδείσου», με την κατασκευή το 1908 του τριώροφου κτιρίου «Πανελλήνιον» στη νότια πλευρά της κεντρικής πλατείας, το ισόγειο του οποίου διαμορφώθηκε σε καφενείο που διέθετε και θεατρική σκηνή, αισθάνθηκαν την ανάγκη να δημιουργήσουν και αυτοί μέσα στο καφενείο τους και θεατρική σκηνή. Η Λάρισα κατά τα χρόνια αυτά παρουσίαζε σπουδαία θεατρική κίνηση και ενώ ο πληθυσμός της στα 1909 δεν ξεπερνούσε τις 20-22.000 κατοίκους, μπορούσε να συντηρεί τρεις θιάσους στη διάρκεια του καλοκαιριού διότι διέθετε αρκετά ανεπτυγμένο θεατρόφιλο κοινό[3]. Μία από τις σκηνές με τον τίτλο «Θέατρον Παράδεισος» βρισκόταν κατά το 1910 στο ομώνυμο καφενείο, το οποίο διαμόρφωνε το εσωτερικό του τις βραδινές ώρες σε θεατρική σκηνή. Τους θερινούς μήνες, προς την πλευρά της οδού Κούμα διέθετε και υπαίθρια θεατρική σκηνή, προσαρτημένη με το ομώνυμο καφενείο. Στις σκηνές αυτές έδιναν παραστάσεις οι περαστικοί από τη Λάρισα θίασοι. Όλες οι μεγάλες δόξες της ελληνικής θεατρικής σκηνής της περιόδου του μεσοπολέμου τίμησαν το θέατρο του «Παραδείσου». Η Κοτοπούλη, η Κυβέλη, η Βερώνη και πολλοί άλλοι αστέρες που καταύγασαν το θεατρικό στερέωμα από τις αρχές του αιώνα μας  ίσαμε το 1940 πέρασαν από τον «Παράδεισο»[4].

Κατά τη δεκαετία του 1930 το Καφενείο «Παράδεισος» αποτελούσε επιχείρηση των Ζήση Τσουρέλη και Γιάννη Μπέκα. Από τους δύο συνεταίρους, ο πρώτος δεν περιορίζονταν στην επαγγελματική του δραστηριότητα, αλλά ανακατευόταν και στην πολιτική, χωρίς ο ίδιος να πολιτευθεί ποτέ, απλώς ενίσχυε κατά περίπτωση διαφόρους υποψηφίους.

Στην απέναντι γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα υπήρχε το Φαρμακείο των Δημητρίου Επιτρόπου και Φώτη Παπαζήση. Μετά τον θάνατο του Φώτη Παπαζήση διατήρησε για λίγο το φαρμακείο μόνος του ο Επιτρόπου και το 1930 μετακόμισε στη γωνία των οδών Μ. Αλεξάνδρου και Παπακυριαζή. Το παλιό φαρμακείο και ένα διπλανό κτίριο που ήταν πρατήριο βενζίνης, τα πήρε ο Σπύρος Σιμιτσής και δημιούργησε δύο μεγάλες σάλες, μέσα στις οποίες ανέπτυξε το Εστιατόριο «Ερμής». Για την εποχή του ήταν από τα καλύτερα εστιατόρια. Η κουζίνα του ήταν θαυμάσια και κράτησε σταθερά την ποιοτική υπεροχή της, γι’ αυτό και συγκέντρωνε τις προτιμήσεις μιας μόνιμης πελατείας που αποτελούνταν από μοναχικούς, ντόπιους και ξένους. Ο «Ερμής» τα καλοκαίρια άπλωνε τραπέζια στον δροσόλουστο κήπο του που εκτεινόταν προς την πλευρά της οδού Κούμα, καθώς και στα πεζοδρόμια των παλαιών δικαστηρίων. Πολλά επίσημα γεύματα προς τιμήν φιλοξενουμένων πολιτικών ή άλλων προσωπικοτήτων, δόθηκαν στις αίθουσές του και στον κήπο του. Σε πολλές προπολεμικές φωτογραφίες και παλιά επιστολικά δελτάρια διακρίνεται καθαρά ο τεράστιος όγκος του καφενείου «Παράδεισος». Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία οι λεπτομέρειες του κτιρίου κρύβονται πίσω από τα δένδρα της πλατείας και τα σκίαστρα που ξεκινούν από τις μαρκίζες του καφενείου.

Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και του εχθρικούς βομβαρδισμούς, το κτίριο που στέγαζε το καφενείο «Παράδεισος» σχεδόν ισοπεδώθηκε, όπως φαίνεται και από τις ξένες φωτογραφίες που διασώθηκαν και τελευταία πολλές έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Ολόκληρος ο χώρος αυτός κατεδαφίσθηκε και μεταπολεμικά κτίσθηκε το κινηματοθέατρο «Ορφεύς». Η είσοδός του κάλυπτε τη γωνία Μ. Αλεξάνδρου-Κούμα, ο χώρος προς την πλατεία διαμορφώθηκε σε καταστήματα, πάνω από τα οποία στεγαζόταν ο θερινός κινηματογράφος «Ορφέας», ο οποίος βρισκόταν σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά με τον άλλο θερινό κινηματογράφο της πλατείας «Τιτάνια».

Αλλά και ο «Ορφέας» δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Ολόκληρη η γωνία κατεδαφίσθηκε και δημιουργήθηκε ένα πολυώροφο κτίριο, στο ισόγειο του οποίου στεγάζεται σήμερα ένα από τα τοπικά υποκαταστήματα της Eurobank και στη γωνία κατάστημα με είδη ζαχαροπλαστικής και αρτοποιίας γνωστής αλυσίδας των Αθηνών.

——————————————————–

[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η οικογένεια Ροδοπούλου, εφ. Larissanet, Λάρισα, φύλλο της 14ης Μαΐου 2014.

[2]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Μιχαήλ Τσόγκας (1854-1909), Ο ιδρυτής της εφημερίδας «Σάλπιγξ» της Λάρισας, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 8ης Ιανουαρίου 2017.

[3]. Μη μας εκπλήσσει η τεράστια επιτυχία του «Θεσσαλικού Θεάτρου» από το 1975 και εξής. Οι πρόγονοι των σημερινών υποστηρικτών του «Θεσσαλικού» παρακολουθούσαν πριν εκατό χρόνια μετά μανίας αθηναϊκούς θιάσους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ιδίως τους θερινούς μήνες.

[4]. Εκτός από τον «Παράδεισο» και το «Πανελλήνιον», θερινές θεατρικές σκηνές διέθετε δύο και ο Λόφος. Η μία του Ζήση Δημητρίου δίπλα από το Μπεζεστένι και η άλλη του Μπόκοτα στην «Καλλιθέα», ένα θερινό κέντρο λίγο πιο κάτω από την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Ηρώο. Στον Πέρα μαχαλά, αριστερά όπως βγαίνουμε από τη γέφυρα υπήρχε το θέατρο «Απόλλων». Δεν είχε μεγάλη κίνηση όπως τα άλλα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προσκαλούσε θιάσους αμφιβόλου ποιότητας, όμως κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης έσπαζε ρεκόρ εισπράξεων.

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Ο Κήπος των Ανακτόρων. Του Νικολάου Παπαθεοδώρου

$
0
0
ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΛΑΡΙΣΑ

Ο Δημοτικός Κήπος των Ανακτόρων και το εκκλησάκι του Αγίου Βησσαρίωνος. Επιστολικό δελτάριο του Αντ. Παναγιωτακόπουλου. Αρχές δεκαετίας του 1930.

Κατά την πρώτη δημαρχιακή θητεία του Μιχαήλ Σάπκα (1914-1917), το κονάκι του Χουσνή μπέη που αγόρασε ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ το 1881 και το μετέτρεψε σε βασιλικό ανάκτορο, μαζί με την Πλατεία των Ανακτόρων, την σημερινή πλατεία δημάρχου Μπλάνα, αγοράσθηκαν από τον Δήμο. Ιδιοκτήτης αυτής της έκτασης εκ κληρονομίας ήταν ο πρίγκιπας Νικόλαος, γιος του βασιλιά Γεωργίου, ο οποίος το 1913 είχε δολοφονηθεί στη Θεσσαλονίκη. Μετά την αγορά, ο Σάπκας πρότεινε στο Δημοτικό Συμβούλιο το κτίριο των Ανακτόρων να στεγάσει το Δημαρχείο της πόλεως[1]. Η πρόταση αυτή δεν εγκρίθηκε από τους μηχανικούς λόγω παλαιότητας του κτιρίου και η δημαρχία προχώρησε σε κατεδάφισή του. Στη συνέχεια ο χώρος αυτός παραχωρήθηκε στον επιχειρηματία Πέτρο Χαλήμαγα ο οποίος τον διαμόρφωσε σε κέντρο ψυχαγωγίας. Το 1930, με  την αναγνώριση του Ωδείου ως Δημοτικού ιδρύματος, στα κτίρια του κήπου των Ανακτόρων στεγάσθηκε το Δημοτικό Ωδείο και ο χώρος μπροστά από το εκκλησάκι του Αγ. Βησσαρίωνος μεταμορφώθηκε σε όμορφο πάρκο.

Η εικόνα που δημοσιεύεται αποτυπώνει την περιοχή του κήπου των Ανακτόρων όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Είναι έκδοση ενός δικού μας βιβλιοχαρτοπώλη, του Αντωνίου Παναγιωτακόπουλου, ο οποίος μεταξύ των άλλων ήταν και εκδότης επιστολικών δελταρίων (καρτ ποστάλ). Η συγκεκριμένη κάρτα έχει τον αριθμό 1076-1. Στο κέντρο διακρίνεται ένα μικρών διαστάσεων εκκλησάκι με τρούλο. Πρόκειται για το γνωστό παρεκκλήσι των βασιλικών ανακτόρων. Ήταν αφιερωμένο στον άγιο Βησσαρίωνα, μητροπολίτη Λαρίσσης. Σύμφωνα με ωραία προφορική παράδοση, την οποία καταγράφει ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Μικρά» Θρασύβουλος  Μακρής[2], στο χώρο αυτό υπήρχε πολύ πριν από την απελευθέρωση της πόλεως από τους Τούρκους το 1881 μεγάλη οικία, αληθινό ανάκτορο, του οποίου οικοδέσποινα ήταν η Νουριέ χανούμ, στενή συγγενής του Αλή πασά και κρυπτοχριστιανή. Επέτρεπε σιωπηρά στο υπηρετικό προσωπικό του αρχοντικού, το οποίο προερχόταν από τη χριστιανική κοινότητα της Λάρισας, να χρησιμοποιήσουν ένα από τα δωμάτια όπου στεγάζονταν τα «οτζάκια», δηλαδή οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού (μαγειρεία, πλυσταριά, καταλύματα του προσωπικού, κλπ.) και να το μετατρέψουν σε χώρο λατρείας. Ήταν η περίοδος κατά την οποία είχε επικρατήσει κάποια σχετική θρησκευτική ελευθερία εκ μέρους των Οθωμανών. Στο μέσον του δωματίου είχαν τοποθετήσει μια παλιά εικόνα του αγίου Βησσαρίωνος, μπροστά από την οποία έκαιγε μέρα-νύχτα κανδήλα. Οι χριστιανοί του αρχοντικού και αρκετοί γείτονες, προσέρχονταν τις Κυριακές και τις εορτές για να ανάψουν λαμπάδα και να προσκυνήσουν την εικόνα του αγίου. Κάποια νύχτα όμως του Νοεμβρίου του 1872 μια πυρκαγιά αποτέφρωσε όλους τους βοηθητικούς χώρους του αρχοντικού. Η οικοδέσποινα απέδωσε το καταστρεπτικό γεγονός σε ολιγωρία του προσωπικού. Εκείνο το βράδυ είχαν ξεχάσει να ανάψουν την κανδήλα του αγίου, ο οποίος θέλησε να τους το υπενθυμίσει μ’ αυτόν τον τραγικό τρόπο. Όμως οι ζημιές αποκαταστάθηκαν γρήγορα και η λειτουργία του παρεκκλησίου συνεχίσθηκε.

Μετά τον θάνατο της Νουριέ χανούμ το μεγάλο αυτό αρχοντικό περιήλθε στην κατοχή του ανεψιού της Χουσνή μπέη, ο οποίος αρχές Οκτωβρίου του 1881, ένα μήνα περίπου μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, πρόσφερε το αρχοντικό του για να καταλύσει ο βασιλέας Γεώργιος ο Α΄ όταν επισκέφθηκε επίσημα τη Λάρισα. Ικανοποιημένος από την ευρυχωρία του κτιρίου και την απέραντη αυλή, ο Γεώργιος το αγόρασε στις 11 Οκτωβρίου 1881. Η βασίλισσα Όλγα, προσωπικότητα έντονα θρησκευόμενη, όπως όλοι οι ρώσοι εστεμμένοι της περιόδου αυτής, γοητευμένη από την παράδοση του υποτυπώδους ναϊσκου του αγίου Βησσαρίωνος, ο οποίος βρισκόταν σε ένα απόμερο μέρος του αύλειου χώρου του παλατιού, αποφάσισε το 1898 να ανεγείρει νέο ναό προς τιμήν του αγίου. Γράφει σχετικά η εφημερίδα των Αθηνών «Ελλάς» σε ανταπόκρισή της από τη Λάρισα : «Από πολλών ημερών ήρχισεν η ανέγερσις του μικρού ναϊσκου εις τον περίβολον των ενταύθα ανακτόρων. Εις τον ναόν τούτον θα εκκλησιάζονται τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, οσάκις μας επισκέπτονται[3]». Ο ναός διακοσμήθηκε με αγιογραφίες ρώσων ζωγράφων, εμπλουτίσθηκε με αφιερώματα φιλόθρησκων Λαρισαίων και φιλοξένησε τις εικόνες και τα ιερά σκεύη του κατεδαφισθέντος το 1898 παρεκκλησίου του αγίου Βησσαρίωνος το οποίο βρισκόταν στην αυλή της βασιλικής του αγίου Αχιλλίου στο Λόφο. Αρχιτεκτονικά ήταν μονόχωρη σταυροειδής κατασκευή, αρκετά ψηλή για τις διαστάσεις της, με τρούλο ο οποίος ήταν μολυβδοσκέπαστος, δηλ. καλύπτονταν με παχιά φύλλα μολύβδου. Η τοιχοποιία ήταν από πελεκημένη πέτρα, με κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις στα ανοίγματα.  Όταν το 1918 κατεδαφίσθηκε το ανάκτορο, ο ναός του αγίου Βησσαρίωνος διατηρήθηκε. Την ίδια χρονιά μάλιστα ο εστιάτορας της Λάρισας Κωνσταντίνος Γεωργ. Νατάκιας, με δαπάνες του ανακαίνισε το εκκλησάκι. Κάλυψε με επίχρισμα τους εξωτερικούς τοίχους, όπως διακρίνεται καθαρά και στην δημοσιευόμενη φωτογραφία, ολοκλήρωσε την αγιογράφησή του και έτσι ο ναός του αγίου αποδόθηκε στη χρήση των πιστών της περιοχής.

Όμως ο καταστρεπτικός σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 ισοπέδωσε μεταξύ άλλων και το εκκλησάκι. Αναγκαστικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του στήθηκε προσωρινά ξύλινο παράπηγμα, για να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των περιοίκων. Το 1955, χάρη στην οικονομική υποστήριξη του ΟΥΗΛ, προδρόμου της σημερινής ΔΕΥΑΛ, άρχισε η ανέγερση του σημερινού ναού, τα εγκαίνια του οποίου έγιναν στις 13 Οκτωβρίου 1957. Το 1961 αγιογραφήθηκε, πάλι με δαπάνη του ΟΥΗΛ, από τον Λαρισαίο ζωγράφο-αγιογράφο Αγήνορα Αστεριάδη και τους μαθητές του με θαυμάσιες τοιχογραφίες. Μερικά χρόνια πριν ο ίδιος ζωγράφος είχε αγιογραφήσει και τον στρατιωτικό ναό της Μεταμορφώσεως. Σήμερα ο ναός αυτός στολίζει την πλατεία του Δημοτικού Ωδείου, ανήκει στη δικαιοδοσία του μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου  και είναι σημείο αναφοράς για πολλούς συμπολίτες μας.

—————————————-

[1]. Βλέπε: Μιχαήλ Σάπκα. Αναμνήσεις. Από ανέκδοτο χειρόγραφο κείμενο του ιδίου.

[2]. Μακρής Θρασύβουλος. Ο Άγιος Βησσαρίων, εφ. Λαρισαϊκός Τύπος, Λάρισα, φύλλο της 15ης Σεπτεμβρίου 1943. Η εφημερίδα αυτή ήταν κοινή έκδοση της «Ελευθερίας» και του «Ημερήσιου Κήρυκα» της Λάρισας κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου.

[3]. εφ. Ελλάς, φύλλο της 29ης Ιουνίου 1898.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Το εξοχικό κέντρο «Λούνα Πάρκ». Του Νικόλαου Παπαθεοδώρου

$
0
0
λουνα παρκ

Η περιοχή όπου βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Λούνα Πάρκ» και η περαταριά που το συνέδεε με την απέραντη όχθη του Πηνειού. Σχέδιο του Αγ. Αστεριάδη. 1932.

Έχουμε γράψει σε προηγούμενα κείμενα για το ξακουστό προπολεμικό εξοχικό κέντρο «Αλκαζάρ» και τον πρώτο επιχειρηματία που το λειτούργησε, τον Ρωμύλο Αυδή, έναν ευφυή και προοδευτικό επαγγελματία, ο οποίος άφησε εποχή στη Λάρισα στον τομέα της ψυχαγωγίας[1]. Όμως το 1925 πυρκαγιά από άγνωστη αιτία κατέστρεψε το κτίριο και όλα τα εντός αυτού υπάρχοντα. Μετά την καταστροφή αυτή ο Αυδής δεν θέλησε να το επισκευάσει και έστρεψε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του σε κάποια άλλα σημεία της πόλεως.

Έπειτα από αναζητήσεις προτίμησε μια περιοχή πρασίνου στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα Σφαγεία. Λέγεται ότι η περιοχή αυτή αποτελούσε το τελευταίο υπόλειμμα πυκνού δάσους που υπήρχε στην περιοχή αυτή κατά τα παλαιότερα χρόνια, το οποίο άρχιζε από το Δασοχώρι (Ορμάν τσιφλίκ) και έφθανε μέχρι την αριστερή όχθη του Πηνειού. Το δένδρο που κυριαρχούσε στο δάσος αυτό, ιδιαίτερα  κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν το καραγάτσι[2]. Όμως η συνεχής υλοτόμηση εξαφάνισε βαθμηδόν το δάσος και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου είχε απομείνει μόνον η μικρή αυτή όαση απέναντι από τα Σφαγεία. Ο Αυδής βρήκε την τοποθεσία μαγευτική, ειδυλλιακή και δροσερή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και αποφάσισε να ζητήσει από τον Δήμο να του παραχωρηθεί ένα τμήμα της για μια πενταετία, με σκοπό να δημιουργήσει ένα θερινό κέντρο αναψυχής για τους Λαρισαίους. Δήμαρχος την περίοδο εκείνη ήταν ο Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος έφερε το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο, που έδωσε την έγκρισή του. Ο Ρωμύλος Αυδής με την εμπειρία που είχε από το κέντρο «Αλκαζάρ», δημιούργησε ένα πολιτισμένο οικογενειακό ψυχαγωγικό κέντρο με το όνομα «Λούνα πάρκ», ελληνικά θα το μεταφράζαμε «άλσος του φεγγαριού». Το πρόβλημα που είχε με την διακίνηση των ατόμων ανάμεσα στις δύο όχθες του Πηνειού το έλυσε με την εγκατάσταση ειδικής σχεδίας, το «καραβάκι» όπως το έλεγαν τότε, η πορεία του οποίου καθοδηγείτο με ένα χοντρό συρματόσχοινο, προσαρμοσμένο στερεά στις δύο όχθες. Πολλοί ονόμαζαν την σχεδία και «περαταριά». Ο κόσμος έφθανε με τα πόδια ή με τις άμαξες στη δεξιά όχθη του ποταμού, την σημερινή οδό Αεροδρομίου, κατέβαινε το μονοπάτι της όχθης μέχρι το σημείο όπου προσάραζε η περαταριά, επιβιβαζόταν και στη συνέχεια κατευθυνόταν στην αριστερή άχθη. Εκεί αποβιβαζόταν και με την βοήθεια λίγων σκαλιών ανέβαινε την όχθη και έφθανε σ’ ένα ξέφωτο. Υπήρχαν και μερικοί που με τις άμαξες που διέθεταν ξεκινούσαν από το άλσος του Αλκαζάρ, ακολουθούσαν τον χωματόδρομο που είχε χαραχθεί στην αριστερή όχθη, παράλληλα με την πορεία του ποταμού και ανάμεσα από τα δένδρα έφθαναν στο «Λούνα πάρκ».

Επειδή το κέντρο ήταν θερινό, ο καταστηματάρχης απέφυγε να κτίσει μόνιμη κατασκευή. Είχε στήσει μόνον σε κάποιο ξέφωτο έναν μπουφέ σκεπαστό και κάτω από τα βαθύσκια καραγάτσια είχε απλώσει τραπεζοκαθίσματα. Φρόντισε ακόμα να ομορφύνει το περιβάλλον και με κάθε είδος λουλούδια.

Το «Λούνα πάρκ» άρχισε να λειτουργεί από το καλοκαίρι του 1926 και αμέσως η γοητεία του τοπίου και η προσωπικότητα του καταστηματάρχη προσείλκυσε αρκετή πελατεία. Τις βραδινές ώρες κατέφθανε στο κέντρο του Ρωμύλου Αυδή η καλή κοινωνία της Λάρισας και με την συνοδεία κάποιου γραμμόφωνου χόρευαν και διασκέδαζαν μέχρι αργά. Σερβίριζε κάθε είδους ποτά και εδέσματα. Βανίλιες ή «υποβρύχια» όπως τα ονόμαζαν μικροί και μεγάλοι, λεμονάδες από τα τοπικά εργοστάσια του Χαμαϊδή και του Δικόπουλου, γλυκά του κουταλιού και τσίπουρο με γαργαλιστικούς μεζέδες.

Η λειτουργία του ξεκινούσε κάθε χρόνο την ημέρα της Πρωτομαγιάς. Πολλοί Λαρισαίοι πήγαιναν και γιόρταζαν τον ερχομό του καλοκαιριού ανάμεσα στο πράσινο και την οργιώδη βλάστηση. Μάλιστα την ημέρα εκείνη ο Σύλλογος των Παντοπωλών Λαρίσης είχε καθιερώσει να κάνει την ετήσια συγκέντρωσή του και τα μέλη του κατάκλυζαν οικογενειακώς όλο το «Λούνα πάρκ» και ξεφάντωναν[3].

Ο χώρος του «Λούνα πάρκ» αγαπήθηκε πολύ από τους παλιούς  Λαρισαίους. Όμως η λειτουργία του δεν κράτησε πολλά χρόνια. Περί το 1930 ο Ρωμύλος Αυδής αρρώστησε σοβαρά. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αιτία να διακόψει τη λειτουργία του το γραφικό αυτό κέντρο. Μετά από λίγο χάθηκε και ο Αυδής και άγνωστο γιατί, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει την λειτουργία του «Λούνα πάρκ» παρά την προνομιακή θέση του.

Κατά την περίοδο της κατοχής η περιοχή του εξοχικού κέντρου «Άλσος του φεγγαριού» είχε την ίδια τραγική μοίρα με το άλσος του Αλκαζάρ. Σχεδόν ισοπεδώθηκαν από τον λαθραία υλοτόμηση. Ο παγερός χειμώνας του 1941-1942 ανάγκασε τους κατοίκους να προβούν στην καταστροφή όλων των δένδρων, ακόμα και της γειτονικής περιοχής της Αγίας Μαρίνας, για να ζεσταθούν. Σήμερα στην περιοχή αυτή περιφέρονται μόνον οι μνήμες των παλιών λαρισινών καλοκαιριών, με τις φεγγαρόλουστες βραδιές, τα γλέντια και τους ήχους ενός ξεκούρδιστου γραμμόφωνου. Το άλσος χάθηκε, όμως το όνομά του παραμένει.

——————————————–

[1]. Το 1915 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου παραχωρήθηκε στον Ρωμύλο Αυδή μέρος του Άλσους, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κηποθέατρο και έκτισε μια ελαφρά πολυγωνική κατασκευή ανάμεσα στα δένδρα και δίπλα από το ποτάμι, τοποθέτησε τραπεζάκια με καρέκλες κάτω από την παχιά σκιά των δένδρων και προμηθεύτηκε γραμμόφωνο με το οποίο πρόσφερε μουσική απόλαυση στους επισκέπτες οι οποίοι απολάμβαναν τον καφέ, την γκαζόζα ή τους μεζέδες με το τσίπουρο.

[2]. Το καραγάτσι είναι η φτελιά, η πτελέα των αρχαίων.

[3]. Οι περισσότεροι σύλλογοι της Λάρισας, επαγγελματικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί, κλπ. διοργάνωναν τις ετήσιες συγκεντρώσεις των μελών τους το καλοκαίρι. Από παλιά τόπος συγκέντρωσης ήταν η περιοχή της Αγίας Μαρίνας, αλλά με την δημιουργία του «Λούνα πάρκ», πολλοί προτιμούσαν το τελευταίο, γιατί ήταν πιο οργανωμένο και βρισκόταν και πιο κοντά.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

H Λάρισα του William Haygarth – Του Νικολάου Παπαθεοδώρου

$
0
0
Πηνειός υδατρογραφία 1810

Άποψη του ποταμού Πηνειού, του όρους Όσσα και τμήματος της Λάρισας. Υδατογραφία του William Haygarth. 1810

Έναν σχεδόν άγνωστο περιηγητή των αρχών του 19ου αιώνα που επισκέφθηκε τη Λάρισα το 1810 θα παρουσιάσουμε στο σημερινό μας σημείωμα. Πρόκειται για τον άγγλο ευγενή William Haygarth (1782-1825;). Ήταν γιος καταξιωμένου ιατρού και συγγραφέα. Σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία σε φημισμένα αγγλικά πανεπιστήμια και μάλιστα υπήρξε συμφοιτητής του λόρδου Βύρωνα στο πανεπιστήμιο του Cambridge. Έγινε όμως γνωστός στους κύκλους της Αγγλίας σαν σπουδαίος ποιητής. Όπως ήταν συνήθεια στους εύπορους και καλλιεργημένους νέους της αγγλικής κοινωνίας της εποχής εκείνης, το 1810 επιχείρησε μαζί με άλλους Βρετανούς την περιήγησή του (grand tour) στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε μια εποχή όπου ο ελληνισμός είχε αφυπνισθεί και προετοιμαζόταν για τον μεγάλο αγώνα. Οι περιηγητές αυτοί, ευκατάστατοι νέοι ή αρχαιολάτρες ευγενείς, οι οποίοι αναζητούσαν την γοητευτική περιπέτεια της περιήγησης στην Ανατολή, συχνά συνοδεύονταν και από καλλιτέχνες, με σκοπό να απεικονίσουν τοπία, αρχαιότητες και νεότερα μνημεία και να αιχμαλωτίσουν σκηνές του καθημερινού βίου. Μερικές φορές και οι ίδιοι οι ταξιδιώτες προσπαθούσαν να κρατήσουν την εικαστική μαρτυρία των εντυπώσεών τους από την περιήγηση, με όση καλλιτεχνική ικανότητα διέθεταν. Ο Haygarth ανήκε στους τελευταίους. Παρ’ όλο που η επίδοσή του στη ζωγραφική δεν διακρινόταν για εξαιρετική ποιότητα, τα έργα του εν τούτοις παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως έκφραση, γιατί περιέχουν σαν θέματα σκηνές από τον ελληνικό χώρο. Το εικαστικό έργο του για τη χώρα μας είναι πολύτιμο, επειδή έχει περισώσει με τον χρωστήρα του εικόνες από τη ζωή και τη φυσιογνωμία της προεπαναστατικής Ελλάδας(1).

Κατά την πεντάμηνη παραμονή του στην Ελλάδα (Αύγουστος 1810 –Ιανουάριος 1811), ο Haygarth φιλοτέχνησε, όπως σημειώνει και ο ίδιος, 120 συνολικά  υδατογραφίες. Εκτός από αυτό το εικαστικό υλικό, καρπός του ταξιδιού του ήταν και ένα ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραψε τις εντυπώσεις από την περιήγησή του όχι σε πεζό λόγο, όπως οι άλλοι περιηγητές, αλλά σε στίχους. Επιστρέφοντας στην Αγγλία και με τις εντυπώσεις του ταξιδιού του νωπές, ο Ηaygarth έγραψε ένα ογκώδες έμμετρο οδοιπορικό για την Ελλάδα, το οποίο εκδόθηκε σε πολυτελή τόμο στο Λονδίνο το 1814(2). Το ποιητικό αυτό οδοιπορικό παρουσιάζει με σπουδαία ακρίβεια και γεωγραφική λεπτομέρεια τις ιστορικές διαδρομές του ελληνικού χώρου που επισκέφθηκε. Ολόκληρο το έργο του διαπνέεται από έμφυτη αρχαιολατρία, από θαυμασμό για την ελληνική φύση, από ενδιαφέρον για τους Νεοέλληνες, καταγράφει τη θλίψη του για τη χαμένη δόξα και την παρακμή της Ελλάδας, αλλά και την προορατική πίστη του στην αναγέννησή της.

Καθώς βρίσκεται τον Σεπτέμβριο του 1810 στη Θεσσαλία ο Haygarth, μεταξύ των άλλων περιφέρεται στις όχθες του Πηνειού ποταμού, περιδιαβαίνει την Κοιλάδα των Τεμπών κυριευμένος από την αίγλη των μύθων και την ιστορία της, παρατηρεί τα βουνά της Όσσας και του Ολύμπου να προστατεύουν με την παρουσία τους την ομορφιά και τη γραφικότητα της Κοιλάδας ακόμα και στην εποχή του, αιώνες μετά την αποσκίρτηση από τη λατρεία του Δωδεκάθεου. Και ενώ για τα Τέμπη η γοητεία παραμένει αναλλοίωτη, για τη θεσσαλική ενδοχώρα οι ένδοξες μνήμες του αρχαίου πολιτισμού τον οδηγούν σε θλιβερές συγκρίσεις, σε σχέση με την κατάσταση των κατοίκων της περιοχής κατά την περίοδο του ταξιδιού του.

Ο Ιωάννης Γεννάδιος, διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1886, εντόπισε σε δημοπρασία στο Λονδίνο και απέκτησε μεγάλο μέρος από το εικαστικό έργο του Haygarth και κυρίως τις 120 υδατογραφίες, τις οποίες φιλοτέχνησε κατά το ταξίδι του στην Ελλάδα. Σήμερα όλο αυτό το υλικό υπάρχει στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη των Αθηνών, με την ένδειξη:  Haygarths sketches of Greece. 1810-1811. Οι υδατογραφίες είναι αριθμημένες από το 1 έως το 120 και μεταξύ αυτών υπάρχουν και μερικές με θεσσαλικό ενδιαφέρον ( Μετέωρα, Λάρισα, Ελασσόνα, κλπ.). Η απεικόνιση της Λάρισας η οποία μας ενδιαφέρει εδώ, έχει τον αριθμό 34. Επάνω αριστερά υπάρχει επιγραφή γραμμένη από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, στην οποία περιγράφεται το θέμα της απεικόνισης και η ημερομηνία εκτέλεσής της: View of the river Peneus, M(oun)t Ossa and p(ar)t of Larissa. Sept(embe)r 13, 1810. (=Άποψη του ποταμού Πηνειού, του όρους Όσσα και μέρους της Λάρισας. 13 Σεπτεμβρίου 1810)

    Το θέμα της υδατογραφίας αυτής είναι σχεδιασμένο από την δεξιά όχθη του Πηνειού, την ίδια περίπου θέση με αυτήν άλλων περιηγητών (Holland, Cartwright, Wordsworth και άλλοι), δηλαδή από την περιοχή της σημερινής δεύτερης οδικής γέφυρας του Πηνειού. Περιλαμβάνει άποψη του δυτικού τμήματος της Λάρισας, το οποίο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν το ομορφότερο και το σημαντικότερο.

Χαμηλά σε πρώτο επίπεδο απεικονίζεται μικρό ύψωμα της δεξιάς όχθης του Πηνειού. Αριστερά δύο γυναικείες φιγούρες συζητούν, στην κορυφή του υψώματος τρεις ανδρικές σιλουέτες φαίνεται να απολαμβάνουν το τοπίο, ενώ δεξιά δύο έφιπποι καλπάζουν κατά μήκος της όχθης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο καταγράφονται από τα αριστερά με τη σειρά το οικοδομικό σύμπλεγμα της μονής του τάγματος των Μεβλεβήδων, η κοίτη του Πηνειού, η πέτρινη γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού, ο πυκνοδομημένος Τρανός μαχαλάς στο λόφο του Ακροπόλεως και δεξιά το τζαμί του Χασάν μπέη, προς το οποίο κατευθύνεται μια ομάδα έφιππων που μόλις διακρίνεται. Στο βάθος μακριά η κωνική απόληξη της κορυφής της Όσσας συμπληρώνει την ομορφιά του τοπίου.

Η καταγραφή αυτή του Haygarth είναι αδρή και αχνή, με τονισμό των φωτοσκιάσεων. Εδώ ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί ουσιαστικά ένα χρώμα, το καστανό, σε αρκετές διαβαθμίσεις τόνων και μάλιστα ανάλογα με τα επίπεδα της εικόνας. Στο πρώτο επίπεδο χαμηλά, ο ζωγράφος προτιμά να αναπτύξει τους σκοτεινότερους τόνους με μια πιο πυκνή συγκέντρωση χρώματος. Και καθώς προχωρεί προς το κεντρικό θέμα, κλιμακώνει, με την αραίωση των υλικών, τους ανοικτότερους τόνους, για να καταλήξει στο μακρινότερο θέμα, τον Κίσσαβο, με μια αχνή και μόλις αντιληπτή καταγραφή. Αυτή η αριστουργηματική χρήση και ανάπτυξη ενός μόνον χρώματος στην αναπαράσταση κάποιου δύσκολου τοπίου, αφήνει μια άριστη οπτική ικανοποίηση στον παρατηρητή. Η όλη εικόνα παρουσιάζει μια όψη ομιχλώδη, κάτι σαν ονειρική απεικόνιση και αποπνέει μια ρομαντική και συγχρόνως μελαγχολική διάθεση. Είναι φανερό ότι η ποιητική του εκφραστικότητα αντανακλάται και στην εικαστική απόδοση των έργων του. Προσωπικά πιστεύω ότι η απόδοση της υδατογραφίας αυτής είναι η πιο εσωτερική προς τον καλλιτέχνη και παράλληλα η πιο εξιδανικευμένη και η πιο ποιητική καταγραφή της Λάρισας, απ’ όσες μας έχουν αφήσει οι ανήσυχοι περιηγητές της.

[1]. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομιλίδου Μαίρη: William Haygarth. Τόπος και Εικόνα, τόμ. Δ΄, Αθήνα (1982) σ. 169-170.

[2]. William Haygarth: Greece. A poem in Three Parts, with Notes, Classical Illustrations and Sketches of the Scenery. London (1814).

ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Viewing all 91 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>